Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
718 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ραχατλής ο [raxatlís] Ο8 θηλ. ραχατλού [raxatlú] Ο37 : (προφ.) αυτός που του αρέσει να κάνει ραχάτι, να ραχατεύει.
[ραχάτ(ι) -λής ή από τουρκ. διάλ. των Βαλκανίων· ραχατλ(ής) -ού]
- ράχη η [ráxi] Ο30 : 1α.το πίσω και πάνω μέρος του κορμού των ανθρώπων, από τον αυχένα ως τη μέση· πλάτη· (πρβ. νώτα): Έχω έναν πόνο στη ~. Στεκόταν όρθιος με τη ~ ακουμπισμένη στον τοίχο. (έκφρ.) γυρίζω / στρέφω τη ~ μου σε κπ., δείχνω περιφρονητική αδιαφορία: Πήγα να του μιλήσω κι αυτός μου γύρισε τη ~. Ο ποιητικός δημοτικισμός έστρεψε τη ~ του προς την καθαρεύουσα, για να αγκαλιάσει τη γλώσσα του λαού. φορτώνομαι / παίρνω κτ. στη ~ μου, παίρνω όλη την ευθύνη για κτ. δοκιμάζω κτ. στη ~ μου, υπομένω, υφίσταμαι άμεσα τις δυσάρεστες, επαχθείς συνέπειές του. || Έχει (εβδομήντα) χρόνια στη ~ του, είναι (εβδομήντα) χρόνων. β. το πάνω μέρος του κορμού των σπονδυλωτών: H ~ του αλόγου / του ψαριού. 2. κορυφογραμμή: Πίσω απ΄ τις ράχες των βουνών ρόδιζε η μέρα. 3. το τμήμα καθίσματος στο οποίο ακουμπά η πλάτη μας: H ~ της πολυθρόνας / του καναπέ / της καρέκλας. 4. επιφάνεια πράγματος που βρίσκεται στην αντίθετη προς την κύρια όψη πλευρά και που είναι λίγο ή πολύ κυρτή: H ~ του χεριού, η εξωτερική πλευρά της παλάμης. H ~ ενός βιβλίου, η στενή, εξωτερική πλευρά του βιβλίου όπου ενώνονται τα φύλλα του και όπου συνήθ. αναγράφεται ο τίτλος και ο συγγραφέας του.
ραχούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [μσν. ράχη < αρχ. ῥάχ(ις) -η· ράχ(η) -ούλα]
- ραχιαίος -α -ο [raxiéos] Ε4 : που βρίσκεται στη ράχη του σώματος (ανθρώπου ή ζώου): Tα ραχιαία πτερύγια ενός ψαριού. Ραχιαίοι σπόνδυλοι / μύες.
[λόγ. < αρχ. ῥαχιαῖος]
- ραχίτιδα η [raxítiδa] Ο28 : (ιατρ.) νόσος της παιδικής ηλικίας που χαρακτηρίζεται από διαταραχές στην ανάπτυξη των οστών και ειδικές παραμορφώσεις του σκελετού (συνήθ. στη ράχη αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του): H ~ οφείλεται κυρίως στην έλλειψη φωσφόρου και βιταμίνης D.
[λόγ. < νλατ. rachitis < αρχ. επίθ. ῥαχ(ίτης) `που ανήκει στη ραχοκοκαλιά΄ -itis = -ίτις > -ίτιδα]
- ραχιτικός -ή -ό [raxitikós] Ε1 : 1.(ιατρ.) α. που ανήκει, αναφέρεται ή οφείλεται στη ραχίτιδα: Ραχιτική παραμόρφωση / κύφωση / προδιάθεση. β. (και ως ουσ.) που πάσχει από ραχίτιδα: Ραχιτικά παιδιά. 2. (προφ., συνήθ. και ως ουσ.) που πάσχει από κύφωση (ανεξάρτητα από το αν οφείλεται ή όχι σε ραχίτιδα)· καμπούρης.
[λόγ. < γαλλ. rachitique < αρχ. ῥαχίτ(ης) (δες στο ραχίτιδα) -ique = -ικός]
- ραχιτισμός ο [raxitizmós] Ο17 : η ραχίτιδα.
[λόγ. < γαλλ. rachitisme < rachit(ique) = ραχιτ(ικός) -isme = -ισμός]
- ραχοκοκαλιά η [raxokokalá] Ο24 : α.(οικ.) η σπονδυλική στήλη του ανθρώπου και των σπονδυλωτών. β. (μτφ.) σειρά εννοιών που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο αρθρώνεται ένα ευρύτερο σύνολο διανοημάτων: H ~ ενός κειμένου.
[ράχ(η) -ο- + κόκαλ(ο) -ιά]
- ράχτα τα [ráxta] Ο39 : (λαϊκότρ.) τα βράχια ακτής, βραχώδης ακτή.
[ίσως ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του ελνστ. επιθ. ρακτός `απόκρημνος΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] και υποχωρ. αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επίθ. με παρόμοιο τονικό σχ.: βραδύ - βράδυ ή αναλ. προς τα βράχια]
- ράψιμο το [rápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ράβω: Γερό / πρόχειρο ~. Bελόνα / μηχανή ραψίματος.
[ραψ- (ράβω) -ιμο (πρβ. μσν. ράψιμον `τα ραφτικά΄ ίδ. ετυμ.)]
- ραψωδία η [rapsoδía] Ο25 : 1α.το καθένα από τα μέρη που συνθέτουν ένα επικό ποίημα (συνήθ. για το καθένα από τα μέρη στα οποία χώρισαν τα ομηρικά έπη οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι): Οι είκοσι τέσσερις ραψωδίες της Iλιάδας / της Οδύσσειας. β. στην αρχαία Ελλάδα, επικό ποίημα που απαγγελλόταν από ραψωδό. 2. (μουσ.) είδος μουσικής σύνθεσης που πλησιάζει τον αυτοσχεδιασμό και χρησιμοποιεί θέματα από τη λαϊκή μουσική: Οι ουγγρικές ραψωδίες του Λιστ.
[λόγ.: 1β: αρχ. ῥαψῳδία· 1α: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. rhapsodie (στη νέα σημ.) < αρχ. ῥαψῳδία]