Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
294 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσήνεια η [prosínia] Ο27 : (λόγ.) η πραότητα, η καταδεκτικότητα, η ευγενική και φιλική διάθεση και συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. προσήνεια]
- προσήνεμος -η -ο [prosínemos] Ε5 : (λόγ., για τόπο) που βρίσκεται σε θέση, η οποία είναι εκτεθειμένη στον άνεμο, που τον χτυπάει ο άνεμος. ANT υπήνεμος: Προσήνεμο λιμάνι. Προσήνεμη τοποθεσία.
[λόγ. < αρχ. προσήνεμος]
- προσηνής -ής -ές [prosinís] Ε10 : (λόγ., για πρόσ.) που είναι ευπροσήγορος, καταδεκτικός, πράος, με ευγενική, φιλική διάθεση και συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. προσηνής]
- προσθαλασσώνω [prosθalasóno] -ομαι Ρ1 : οδηγώ, κατεβάζω μια πτητι κή μηχανή στην επιφάνεια της θάλασσας: Tο υδροπλάνο προσθαλασσώθηκε ομαλά στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο θαλαμίσκος του διαστημοπλοίου προσθαλασσώθηκε στην καθορισμένη περιοχή.
[λόγ. προσ- θάλασσ(α) -ώ > -ώνω κατά το προσγειώνω μτφρδ. γαλλ. amerrir]
- προσθαλάσσωση η [prosθalásosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσθαλασσώνω: H ~ του υδροπλάνου / του θαλαμίσκου του διαστημο πλοίου ήταν ομαλή.
[λόγ. προσθαλασσω- (δες προσθαλασσώνω) -σις > -ση κατά το προσγείωση μτφρδ. γαλλ. amerrissage]
- προσθαφαίρεση η [prosθaféresi] Ο33 : 1. η εκτέλεση προσθέσεων και αφαιρέσεων (συνήθ. σε λογαριασμούς). 2. η (διαδοχική) πρόσθεση και αφαίρεση: Tα σχέδια τροποποιούνται με την ~ διάφορων στοιχείων.
[λόγ. < ελνστ. προσθαφαίρε(σις) -ση (αστρον. όρος)]
- προσθαφαιρώ [prosθaferó] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. προσθαφαιρέθηκα, απαρέμφ. προσθαφαιρεθεί : 1. εκτελώ προσθέσεις και αφαιρέσεις (συνήθ. σε λογαριασμούς). 2. άλλοτε προσθέτω και άλλοτε αφαιρώ κτ.: H κυβέρνηση αλλάζει κάθε τόσο το νομοσχέδιο για τη φορολογία προσθαφαιρώντας διάφορες διατάξεις.
[λόγ. < ελνστ. προσθαφαιρῶ]
- πρόσθεση η [prósθesi] Ο33 : 1. μία από τις τέσσερις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής, η συνένωση δύο ή περισσότερων αριθμών σε έναν με συγκεκριμένο τρόπο· άθροιση: Kάνω / εκτελώ ~. Για να λύσουμε το πρόβλημα, πρέπει να κάνουμε ~. Tο + (συν) είναι το σύμβολο της πρόσθεσης. Έκανε λάθος στην ~. 2. η ενέργεια, η διαδικασία με την οποία κτ. επι πλέον συνενώνεται με κτ. που ήδη υπάρχει και το αυξάνει, το συμπληρώνει, το επεκτείνει κτλ., η προσθήκη: H ~ νέων φόρων προκάλεσε αντιδράσεις. H ~ ή η αφαίρεση μιας λέξης μπορεί να αλλάξει ριζικά το νόημα των λεγομένων. H ~ νέων αιτημάτων οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε αποτυχία.
[λόγ. < αρχ. πρόσθε(σις) -ση]
- προσθετέος -α -ο [prosθetéos] Ε4 : που πρέπει να προστεθεί. || (μαθημ., ως ουσ.) ο προσθετέος, κάθε αριθμός που δίνεται για πρόσθεση.
[λόγ. επίθ. < αρχ. προσθετέον `πρέπει να προστεθεί΄, κατά τη σημ. των πολλαπλασιαστέος, διαιρετέος]
- προσθετικός -ή -ό [prosθetikós] Ε1 : 1. που προσθέτει, που είναι κατάλληλος για πρόσθεση. 2. (ιατρ.) α. (ως ουσ.) η προσθετική: α1. κλάδος της οδοντιατρικής που ασχολείται με την τοποθέτηση τεχνητών δοντιών στη θέση αυτών που λείπουν. α2. τεχνική πρόσθεσης μαλλιών σε φαλακρούς: Mε τη μέθοδο της προσθετικής λύνεται το πρόβλημα της φαλάκρας. β. (ως επίθ.) που αναφέρεται στην προσθετική: Προσθετικές εργασίες.
προσθετικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. προσθετικός `που προσθέτει΄ & σημδ. γαλλ. prosthétique, prothétique (δες πρόθεση 3)]