Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Πρός
294 εγγραφές [291 - 294]
προσωποποιώ [prosopopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. αποδίδω ανθρώπινη μορφή ή ανθρώπινες ιδιότητες σε ένα έμψυχο, σε ένα άψυχο ή σε μια αφηρημένη έννοια: Στα παραμύθια συχνά προσωποποιούνται τα ζώα. Ο πρωτόγονος άνθρωπος προσωποποίησε τα στοιχεία της φύσης. || Aυτός / αυτή είναι η τεμπελιά / η βλακεία / η εργατικότητα / η εντιμότητα (κτλ.) προσωποποιημένη, η προσωποποίηση της τεμπελιάς κτλ. 2. περιορίζω μια γενική κρίση στην περίπτωση ενός συγκεκριμένου προσώπου: Aς μην προσωποποιούμε το πρόβλημα του πολιτικού εκσυγχρονισμού στους σημερινούς αρχηγούς των κομμάτων.

[λόγ. < ελνστ. προσωποποιῶ `παρουσιάζω σαν πρόσωπο΄ & σημδ. γαλλ. personnifier]

προσώρας [prosóras] επίρρ. χρον. : α. για την ώρα, έως αυτή την ώρα. β. προσωρινά.

[μσν. φρ. προς ώραν αναλ. προς άλλα επιρρ. σε γεν.: καταγής]

προσωρινός -ή -ό [prosorinós] Ε1 : 1α. για κτ. που έχει συμφωνηθεί ή αποφασιστεί να διαρκέσει λίγο: Bρήκε μια προσωρινή δουλειά. ANT μόνιμη. || ANT οριστικός: Προσωρινή ρύθμιση χρεών. Προσωρινή λύση ενός προβλήματος. Tιμωρήθηκε με προσωρινή απόλυση. (νομ.) Προσωρινή εκτέλεση, εκτέλεση απόφασης που δεν είναι τελεσίδικη. Προσωρινά μέτρα, ασφαλιστικά μέτρα. β. για κτ. που χρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει άμεσες ανάγκες και έως ότου αντικατασταθεί από κτ. άλλο μόνιμο: Προσωρινοί οικισμοί προσφύγων. Προσωρινή περίφραξη. Προσωρινή διάβαση πεζών. || (ως ουσ.) το προσωρινό, η προσωρινότητα. (λόγ. έκφρ.) ουδέν μονιμότερον του προσωρινού (τίποτε δεν είναι μονιμότερο από το προσωρινό), υπερβολικά διατυπωμένη άποψη ότι πολλές φορές παρατείνεται, από αμέλεια ή σκόπιμα, μια προσωρινή κατάσταση. γ. που από τη φύση του δεν έχει απεριόριστη διάρκεια, που είναι περαστικός, εφήμε ρος: H ευτυχία είναι προσωρινή. Όλα σ΄ αυτόν τον κόσμο είναι προσωρι νά. 2. για κπ. που έχει μια προσωρινή απασχόληση, συνήθ. ως αντικαταστάτης άλλου: Aυτός ο υπάλληλος είναι ~. Διορίστηκε ~ επίτροπος στην (τάδε) τράπεζα. ~ διαχειριστής. προσωρινά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~ σε μια ιδιωτική εταιρεία. Mένει ~ σε ξενοδοχείο.

[λόγ. προσώρ(ας) -ινός]

προσωρινότητα η [prosorinótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του προσωρινού: H ~ ενός μέτρου / μιας λύσης. H ~ δημιουργεί αβεβαιότητα και ανασφάλεια.

[λόγ. προσωριν(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   1... 26 27 28 29 [30]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες