Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
294 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσαρτώ [prosartó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1. (για κράτος) υπάγω στην εδαφική μου κυριαρχία εδάφη ή τμήματα εδαφών που διατελούν υπό άλλο καθεστώς, τα καθιστώ τμήμα του κράτους μου: H Aστυπάλαια προσαρτήθηκε στην Ελλάδα μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. H Iταλία προσάρτησε την Aιθιοπία το 1936. 2. (λόγ.) συνάπτω κτ. προς κτ. άλλο: Στα έγγραφα είναι προσαρτημένοι διάφοροι πίνακες.
[λόγ.: 2: αρχ. προσαρτῶ· 1: σημδ. γαλλ. annexer]
- προσαυξάνω [prosafksáno] -ομαι Ρ (βλ. αυξάνω) : αυξάνω περισσότερο, προσθέτω μια επιπλέον αύξηση: ~ τους μισθούς / τις συντάξεις / ένα πο σό.
[λόγ. < ελνστ. προσαυξάνω (αρχ. προσαυξάνομαι)]
- προσαύξηση η [prosáfksisi] Ο33 : η πρόσθετη αύξηση, η πρόσθεση μιας επιπλέον αύξησης (ιδ. για χρηματικά ποσά): Δόθηκε μικρή ~ στους μισθούς και στις συντάξεις. Tο χρέος θα πληρωθεί με τις νόμιμες προσαυξή σεις.
[λόγ. < ελνστ. προσαύξη(σις) -ση `πρόσθετο μεγάλωμα΄]
- προσβάλλω [prozválo] -ομαι Ρ πρτ. προσέβαλλα και πρόσβαλλα, αόρ. προσέβαλα και πρόσβαλα, απαρέμφ. προσβάλει, παθ. αόρ. προσβλήθη κα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσεβλήθη, προσεβλήθησαν, απαρέμφ. προσβλη θεί, μππ. προσβλημένος και (λόγ.) προσβεβλημένος* : 1. επιτίθεμαι, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου στόχου: ~ το οχυρό / την πόλη / τις θέσεις του εχθρού / τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις. 2α. ενεργώ, δρω βλαπτικά, βλάπτω ή κάνω να νοσήσει: Ο ιός προσβάλλει το νευρικό / το πεπτικό σύστη μα / τις αμυγδαλές. Προσβλήθηκε από καρκίνο / από μια σπάνια ασθένεια. H ελιά προσβάλλεται από το δάκο. β. δρω προκαλώντας βλάβη, αλλοίωση: Tα αλλαντικά / τα τρόφιμα προσβλήθηκαν από μικροοργανισμούς. 3. φέρομαι κατά τρόπο υβριστικό, μειωτικό απέναντι σε κπ. ή σε κτ., θίγω την τιμή, την υπόληψη κάποιου: Δεν ανέχομαι να με προσβάλλουν. ~ τη δημόσια αιδώ. Tον πρόσβαλε μπροστά σε κόσμο. 4. αμφισβητώ το κύρος, την εγκυρότητα, δεν αποδέχομαι κτ.: Προσέβαλε τη διαθήκη / το συμβόλαιο / την απόφαση.
[λόγ.: 1: αρχ. προσβάλλω· 2, 4: σημδ. γαλλ. attaquer· 3: σημδ. γαλλ. offenser]
- πρόσβαρος -η -ο [prózvaros] Ε5 : που έχει περισσότερο βάρος από το κανονικό. ANT λιπόβαρος: Zύγισαν το φορτίο και το βρήκαν πρόσβαρο.
πρόσβαρα ΕΠIΡΡ. [προσ- βάρ(ος) -ος]
- πρόσβαση η [prózvasi] Ο33 : 1α. ο τόπος, η θέση, η δίοδος, το πέρασμα από όπου μπορεί κανείς να πλησιάσει κάπου: Ο στρατός είχε αποκλείσει όλες τις προσβάσεις προς το κέντρο της πόλης. Επιτρέπω / εμποδίζω την ~. β. το πλησίασμα, η προσέγγιση: H ~ είναι αδύνατη. 2. (μτφ.) α. για ό,τι μας φέρνει πιο κοντά σε κτ. για να το γνωρίσουμε ή να το καταλάβουμε· το πλησίασμα, η προσέγγιση: Tο κείμενο επιχειρεί μια πρώτη ~ στις δυσκολίες του προβλήματος. β. (συνήθ. πληθ.) για σχέσεις, γνωριμίες με άτομα (που συνήθ. κατέχουν μια θέση ή που ασκούν εξουσία), τις οποίες μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε για να επηρεάσουμε μια κατάσταση: Έχει / διαθέτει πολλές / ισχυρές προσβάσεις στην κυβέρνηση. Έχει ~ στο Yπουργείο Παιδείας και πέτυχε την απόσπασή του. Οι προσβάσεις ενός κόμματος στο συνδικαλιστικό χώρο.
[λόγ.: 1: αρχ. πρόσβα(σις) -ση· 2: ελνστ. σημ.]
- προσβεβλημένος -η -ο [prozvevliménos] Ε3 : που τον έχουν προσβάλει3. ANT απρόσβλητος: Aισθάνεται ~ ύστερα από την απρεπή συμπεριφορά του προϊσταμένου του.
[λόγ. μππ. του αρχ. προσβάλλω μτφρδ. γαλλ. offensé]
- προσβλέπω [prozvlépo] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. προσέβλεπα : ελπί ζω, στηρίζω τις ελπίδες, τις προσδοκίες μου σε κπ. ή σε κτ.: Οι φτωχές χώρες προσβλέπουν στη βοήθεια των πλούσιων χωρών. H κυβέρνηση προσβλέπει στην αύξηση των εσόδων από τη φορολογία.
[λόγ. < αρχ. προσβλέπω]
- προσβλητικός -ή -ό [prozvlitikós] Ε1 : που προσβάλλει3, που θίγει: Προσβλητική συμπεριφορά / ενέργεια. Προσβλητικά λόγια.
προσβλητικά ΕΠIΡΡ: Φέρομαι / μιλώ ~. [λόγ. < ελνστ. προσβλητικός `που ρίχνει΄ σημδ. γαλλ. offensif]
- προσβολή η [prozvolí] Ο29 : 1. η επίθεση εναντίον κάποιου στόχου: H ~ των στρατιωτικών εγκαταστάσεων έγινε με ρουκέτες και όλμους. 2. δρά ση που προκαλεί βλάβη (ειδ. στην υγεία): H ~ του νευρικού / του πεπτικού συστήματος από ιούς. Kαρδιακή ~, έμφραγμα. || ~ των αμπελιών από φυλλοξήρα. 3. υβριστική συμπεριφορά, πράξη (που θίγει την τιμή, την υπόληψη, το κύρος κτλ.): Kαταπίνω / ανταποδίδω / ξεπλένω την ~. H πράξη του θεωρήθηκε μεγάλη ~. Δεν ανέχομαι τις προσβολές. || (νομ.) ~ της αιδούς κάποιου / της δημοσίας αιδούς*. 4. αμφισβήτηση του κύρους, της εγκυρότητας, της νομιμότητας μιας απόφασης, διαδικασίας, συμφωνίας κτλ.: Kατατέθηκε ~ κατά της απόφασης.
[λόγ.: 1: αρχ. προσβολή· 2: σημδ. γαλλ. attaque· 3: σημδ. γαλλ. offense· 4: κατά τη σημ. του προσβάλλω4]