Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιήγηση η [periíjisi] Ο33 : η ενέργεια του περιηγούμαι· το να ταξιδεύει κάποιος σε (ξένους) τόπους, απλώς για να τους γνωρίσει, να δει και να θαυμάσει όσα ενδιαφέροντα έχουν: Tα ημερολόγια των περιηγήσεών του στην Aνατολή είναι ιστορικές πηγές πολύτιμες.
[λόγ. < ελνστ. περιή γη(σις) -ση `γεωγραφική περιγραφή΄]