Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.210 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδοντιατρείο το [oδondiatrío] Ο39 : το ιατρείο του οδοντίατρου, ο χώρος όπου δέχεται και εξετάζει τους ασθενείς του.
[λόγ. οδοντ(ο)- + ιατρείον]
- οδοντιατρική η [oδondiatrikí] Ο29α : 1. επιστήμη που ασχολείται με τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας των δοντιών: Συνέδριο οδοντιατρικής. 2. το τμήμα οδοντιατρικής του πανεπιστημίου και το αντίστοιχο μάθημα: Πέρασε στην ~.
[λόγ. οδοντ(ο)- + ιατρική]
- οδοντιατρικός -ή -ό [oδondiatrikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον οδοντίατρο: Ο ~ σύλλογος. Οδοντιατρικά εργαλεία. Οδοντιατρική πολυθρόνα. || (ως ουσ.) η οδοντιατρική*. 2. που αναφέρεται στην οδοντιατρική: Οδοντιατρικά περιοδικά.
[λόγ. οδοντίατρ(ος) -ικός]
- οδοντίατρος ο [oδondíatros] Ο20α θηλ. οδοντίατρος [oδondíatros] Ο36 : επιστήμονας ειδικός στην οδοντιατρική: Xειρούργος ~. Πήγε στον οδοντίατρο, γιατί πονούσε το δόντι του. Tι ώρα έχεις ραντεβού με τον οδοντίατρο;
[λόγ. οδοντ(ο)- + -ίατρος μτφρδ. γερμ. Zahnarzt· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- οδοντικός -ή -ό [oδondikós] Ε1 : α. (ανατ.) που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια: Οδοντικό νεύρο. Οδοντική πλάκα. β. (γλωσσ.) Οδοντικά σύμφω να και ως ουσ. τα οδοντικά, οι φθόγγοι που αρθρώνονται στα δόντια και ειδικότερα οι φθόγγοι που αρθρώνονται με την άκρη της γλώσσας στο πίσω μέρος των πάνω δοντιών· (πρβ. φατνιακός, μεσοδοντικός).
[λόγ. < ελνστ. ὀδοντικός]
- οδοντίνη η [oδondíni] Ο30α : (ανατ.) σκληρή οστεώδης ουσία που σχηματίζει το κύριο σώμα των δοντιών και περιβάλλει τον πολφό· (πρβ. αδαμαντίνη).
[λόγ. οδοντ- (δες οδούς) -ίνη μτφρδ. γαλλ. dentine]
- οδοντο- [oδondo] & οδοντό- [oδondó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οδοντ- [oδond], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (συχνά επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. I. συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αφορά τα δόντια, το οδοντικό σύστημα του ανθρώπου: οδονταλγία, ~φυΐα. β. είναι κατάλληλο για τα δόντια: οδοντόβουρτσα, ~γλυφίδα, οδοντόπαστα, οδοντόσκονη, οδοντότσιχλα. γ. έχει ως αντικείμενό του τα δόντια και το οδοντικό σύστημα: οδοντίατρος, ~στοματολόγος, ~τεχνίτης, ~στοματο λογία. II. (σπάν.) με αναφορά στους οδοντικούς φθόγγους: ~πρόφερτος. III. (ζωολ.) στην επιστημονική ονομασία ζώων: οδοντόγλωσσα, οδο ντόγνα θα. IV. με αναφορά στην οδόντωση του γραμματοσήμου: οδοντό μετρο.
[λόγ. < αρχ. ὀδοντ(ο)- θ. ὀδοντ- του ουσ. ὀδούς `δόντι΄ -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ὀδοντο-φυΐα & διεθ. odonto- < αρχ. ὀδοντο-: οδο ντό-γλωσσο < νλατ. odontoglossum, οδοντο-λογία < γαλλ. odonto logie]
- οδοντόβουρτσα η [oδondóvurtsa] Ο27α : μικρή βούρτσα με μακριά λαβή που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των δοντιών.
[λόγ. οδοντο- + βούρτσα μτφρδ. γαλλ. brosse à dents ή γερμ. Zahnbürste]
- οδοντογιατρός ο [oδondojatrós] Ο17 θηλ. οδοντογιατρός [oδondojatrós] Ο34 : (οικ.) οδοντίατρος.
[προσαρμ. στη δημοτ. του οδοντίατρος κατά το γιατρός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- οδοντογλυφίδα η [oδondoγlifíδa] Ο26 : ειδικό, πολύ λεπτό και μυτερό κομμάτι συνήθ. από ξύλο και σπανιότερα από πλαστικό, που χρησιμοποιείται για να απομακρύνονται τα υπολείμματα των τροφών από τα διαστήματα ανάμεσα στα δόντια: Ένα κουτί οδοντογλυφίδες. || Σαν ~, για κπ. ή κτ. πολύ λεπτό: Πόδι / γάμπα / χέρι σαν ~. Έκανε δίαιτα κι έγινε σαν ~.
[λόγ. οδοντο- + γλυφ(ίς) -ίδα μτφρδ. γερμ. Zahnstocher]