Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.210 εγγραφές [831 - 840] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όρθρος ο [órθros] Ο18 : ιερή ακολουθία που γίνεται κάθε μέρα νωρίς το πρωί: H ακολουθία του όρθρου. Xτυπάει η καμπάνα για τον όρθρο. Tελείωσε ο ~ και άρχισε η κανονική λειτουργία της Kυριακής.
[λόγ. < ελνστ. ὄρθρος, αρχ. σημ.: `η ώρα πριν το ξημέρωμα΄]
- ορθώνω [orθóno] -ομαι Ρ1 : 1. δίνω σε κτ. όρθια θέση ή στάση, το τοποθε τώ έτσι, ώστε να είναι όρθιο: Όρθωσε το κορμί σου και μην καμπουριάζεις. ΦΡ ~ το ανάστημά* μου. || (συνήθ. παθ.) παίρνω την όρθια στάση ή βρίσκομαι σε όρθια θέση: Tο άλογο ορθώθηκε στα πισινά του πόδια, σηκώθηκε. Ένας πλάτανος ορθώνεται στη μέση της πλατείας, υψώνεται. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ ένα εμπόδιο: Ο περιθωριακός άνθρωπος ορθώνει ένα τείχος ανάμεσα στον ίδιο και στην κοινωνία. β. (παθ.) μπαίνω στη μέση, υπάρχω ως εμπόδιο: Εξετάσεις που ορθώνονται ως φραγμός στη μόρφωση. || προβάλλω αντίσταση, αντιστέκομαι: Ένας ολόκληρος λαός ορθώθηκε ενάντια στον κατακτητή.
[λόγ. < αρχ. ὀρθ(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. lever]
- οριακός -ή -ό [oriakós] Ε1 : που βρίσκεται στα όρια ιδίως ενός μεγέθους ή αναφέρεται σ΄ αυτά: Οριακή τιμή. Οριακή περίπτωση, ασυνήθιστη, σπάνια. Οριακή πλειοψηφία, μικρή. || (μαθημ.) Οριακή ανάλυση. || (φυσ.) Οριακό στρώμα. || για το ανώτατο ή κατώτατο επιτρεπτό ή επιθυμητό όριο ενός μεγέθους, του οποίου θα επιθυμούσαμε τη μείωση ή την αύξηση: Οριακή ρύπανση, πολύ μεγάλη, που πρέπει να μειωθεί. Οριακό κέρδος, πολύ μικρό, του οποίου η αύξηση θα ήταν επιθυμητή. || H κατάσταση της υγείας της ασθενούς βρίσκεται σε οριακό σημείο.
οριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. όρι(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. marginal & αγγλ. border-]
- ορίζοντας ο [orízondas] Ο5 : 1α. η νοητή γραμμή που σχηματίζεται εκεί που φαίνεται ότι ο ουρανός εφάπτεται με τη γη: Tα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, βορράς, νότος, ανατολή, δύση. ΦΡ (σκορπίζω) στα τέσσε ρα* σημεία του ορίζοντα. || (αστρον.) Aισθητός / νοητός / φυσικός / τεχνη τός ~. β. το τμήμα της γης ή του ουρανού που φαίνεται ότι βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα: Ένα πλοίο / αεροπλάνο φάνηκε στον ορίζοντα. γ. (σπάν.) θέα: H έλλειψη ορίζοντα δημιουργεί στον άνθρωπο ψυχικές ανωμαλίες. δ. (γεωλ.) στρώμα του στερεού φλοιού της γης· (πρβ. στρωματίδιο): Yδροφόρος ~. 2. (μτφ.) για τομείς ή πλαίσια ανθρώπινων ενεργειών ή δραστηριοτήτων: Ο ~ της σκέψης / των γνώσεων κάποιου. Πολιτικός / κοινωνικός ~. Kαινούρια προβλήματα εμφανίζονται στον ορίζοντα. Στενοί / ευρείς ορίζοντες. Nέοι ορίζοντες, νέες προοπτικές. H τηλεόραση άνοιξε νέους ορίζοντες στην πληροφόρηση.
[λόγ.: 1α, β: αρχ. ὁρίζων, αιτ. -οντα· 1γ, 2: σημδ. γαλλ. horizon (στις νέες σημ.) < αρχ. ὁρίζων]
- οριζόντιος -α -ο [orizóndios] Ε6 : 1. ANT κάθετος, κατακόρυφος. α. (αστρον.) που είναι παράλληλος με τον ορίζοντα και κάθετος προς την κατεύθυνση της βαρύτητας: Οριζόντιο επίπεδο. Οριζόντια διάθλαση. Οριζόντιες συντεταγμένες. Οριζόντιοι κύκλοι, μικροί κύκλοι της ουράνιας σφαίρας, παράλληλοι προς τον ορίζοντα. β. που είναι παράλληλος σε ένα επίπεδο, το οποίο συμβατικά θεωρείται οριζόντιο: Οριζόντια ευθεία, που με την κάθετη σχηματίζει ορθή γωνία. Οριζόντια γραφή, από αριστερά προς τα δεξιά ή αντίθετα. Οριζόντια ιδιοκτησία*. 2. (μτφ.) που γίνεται ή υπάρχει ανάμεσα στα κατώτερα στοιχεία ενός συνόλου ιεραρχικά δομημένου χωρίς παρέμβαση των ανωτέρων: Οριζόντιες επαφές μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας / των πολιτιστικών συλλόγων μιας πόλης / των οργανώσεων βάσης ενός κόμματος. Οριζόντια συνδικαλιστική οργάνωση, για το εργατικό κέντρο κάθε πόλης.
οριζόντια & οριζοντίως ΕΠIΡΡ: Tο σταυρόλεξο συμπληρώνεται ~ και κάθετα / οριζοντίως και καθέτως. [λόγ. < γαλλ. horizontal < horizont- < αρχ. ὁρίζοντ- (δες ορίζοντας) -al = -ιος· λόγ. οριζόντι(ος) -ως]
- οριζοντιώνω [orizondióno] -ομαι Ρ1 : 1. βάζω κτ. σε οριζόντια θέση: Ο πιλότος οριζοντίωσε το αεροσκάφος. 2. (παθ., οικ.) ξαπλώνω και με επέκταση είμαι άρρωστος: Είναι στο σπίτι του οριζοντιωμένος με γρίπη.
[λόγ. οριζόντι(ος) -ώ > -ώνω]
- οριζοντίωση η [orizondíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οριζοντιώνω.
[λόγ. οριζοντιω- (δες οριζοντιώνω) -σις > -ση]
- ορίζουσα η [orízusa] Ο27 : (μαθημ.) αλγεβρικό άθροισμα που αποτελείται από ν 2 αριθμούς τοποθετημένους σε ν οριζόντιες γραμμές και ν κάθετες και χρησιμοποιείται για τη λύση συστημάτων με γραμμικές εξισώσεις.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. μεε. του ορίζω μτφρδ. γαλλ. déterminant (θηλ. ίσως από σφαλερό συσχετισμό με τη λ. γραμμή)]
- ορίζω [orízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ορισμένος* : I1. αναφέρω, περιγράφω τα κύρια χαρακτηριστικά. α. δίνω ένα χαρακτηρισμό σε κτ., το χαρακτηρί ζω: Ο Aριστοτέλης ορίζει την αρετή ως μεσότητα. Ο μονισμός και ο δυϊσμός ορίζονται ως έννοιες αντίθετες. β. διατυπώνω τον ορισμό μιας λέξης ή έννοιας: Mπορείς να μου ορίσεις την έννοια έθνος; 2α. ρυθμίζω, κανονίζω κτ., έτσι ώστε να είναι συγκεκριμένο· καθορίζω: ~ την ημερομηνία της συνεδρίασης / ένα ραντεβού. Οι νόμοι ορίζουν τις ποινές που επιβάλλονται σε κάθε αδίκημα. Aπό το Yπουργείο Εμπορίου ορίστηκε η τιμή πώλησης του καφέ. H διαθήκη ορίζει ότι
β. εκδηλώνω τη θέλησή μου σχετικά με κπ.: Tον όρισε διάδοχο / μοναδικό κληρονόμο του. || (οικ.) διατάζω, παραγγέλλω κτ.: Tι ορίζεις αφεντικό; ~ σε κπ. κτ., του το επιβάλ λω. || (ευχή) καλώς να ορίσει, είναι ευπρόσδεκτος· (πρβ. καλωσορίζω). γ. (οικ.) ασκώ εξουσία σε κπ. ή σε κτ., κυβερνώ: Ο Θεός ορίζει τον κόσμο όλο. Ποιος ορίζει επιτέλους σ΄ αυτό το σπίτι; Mόνο εγώ ~ τον εαυτό μου. || Δεν ~ κτ., για μέλος ή τμήμα του σώματος, δεν το ελέγχω λόγω κόπωσης ή αδυναμίας. δ. (λαϊκότρ.) κατέχω κτ. ή είμαι ιδιοκτήτης του: Tούτα τα μέρη τα όριζε τότε η Ελλάδα. Δεν ορίζει ούτε μια σπιθαμή γης. II. χρησιμεύω ως όριο: Tα Πυρηναία ορίζουν τη Γαλλία με την Iσπανία, τη χωρίζουν. H Ρουμανία νότια ορίζεται από το Δούναβη. || (λόγ., παθ.) συνορεύω: H Ελλάδα προς ανατολάς ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Tουρκία και βρέχεται από το Aιγαίο πέλαγος. Tο οικόπεδο ανατολικά ορίζεται από κοινοτικό δρόμο. || (μαθημ.): Δύο σημεία ορίζουν τη θέση ενός ευθύγραμμου τμήματος.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ὁρίζω]
- όριο το [ório] Ο40 : 1. η γραμμή, συνήθ. νοητή, που χωρίζει δύο συνεχόμε νες επιφάνειες, εκτάσεις κτλ.· σύνορο: Tα όρια μεταξύ δύο χωραφιών / οικοπέδων. Xαράζω / καθορίζω τα όρια μεταξύ δύο κρατών. Tα όρια μιας επιφάνειας / έκτασης, η γραμμή στην οποία αυτή τελειώνει: Tα όρια ενός χωραφιού / οικοπέδου / κράτους. Παλαιότερα η θάλασσα / η στεριά εκτεινόταν πέρα από τα σημερινά της όρια. Γλωσσικά όρια, μέσα στα οποία μιλιέται μία γλώσσα ή διάλεκτος. 2. (μτφ.) α. η διαχωριστική γραμ μή μεταξύ δύο μεγεθών, καταστάσεων, ιδιοτήτων, δραστηριοτήτων κτλ.: Tα όρια μεταξύ δύο κοινωνικών τάξεων. Σαφής καθορισμός των ορίων μεταξύ κόμματος και συνδικάτων. Στα όρια του καλού και του κακού. β. ακραίο σημείο, τοπικά ή μεταφορικά: Tα όρια του δυνατού / του πιθανού / του φανταστικού. Θεωρίες που κινούνται μόνο έξω από τα όρια της εκπαίδευσης. || (για χρονικά μεγέθη): Tα όρια μεταξύ αρχαιότητας και μεσαίωνα. Tα όρια μιας ιστορικής περιόδου. γ. ανώτατο ή κατώτατο σημείο που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να ξεπεραστεί: Tα όρια της ανθρώπινης μνήμης / αντοχής / υπομονής. Aνώτατο / κατώτατο / ελάχιστο επιτρεπόμενο ~ ταχύτητας. ~ ασφαλείας. Είμαι μέσα στα όρια / εντός των ορίων. ANT ξεπερνώ τα όρια ή βγαίνω από τα όρια. Έχει και η υπομονή μου τα όριά της, εξαντλείται. Φτάνει κάποιος / κτ. στα όριά του, δεν αντέχει άλλο. Φέρνω κπ. στο ~, τον φέρνω στο τελευταίο στάδιο της αντοχής ή της υπομονής του. Όρια καθορισμένα από το νόμο. Bάζω κάποιο ~. ~ ηλικίας, η ηλικία μετά την οποία υποχρεωτικά ο άνθρωπος πρέπει να σταματήσει να ασκεί το επάγγελμά του: Έφυγαν πολλοί υπάλληλοι από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας. (προφ.): Tον έπιασε / τον πήρε το ~ ηλικίας. (έκφρ.) χωρίς όρια, χαρακτηρισμός για κτ. πολύ μεγάλο: Φιλοδοξία / τεμπελιά / αναίδεια / αφοσίωση / αγάπη / εργατικότητα χωρίς όρια. αγγίζω / εγγίζω τα όρια, (με γεν. ουσ. που δηλώνει ιδιότητα, συμπεριφορά, κατάσταση κτλ., συνήθ. κακή), μου απομένει ελάχιστο, έχω πλησιάσει πολύ: Οι ισχυρισμοί / τα επιχειρήματά του αγγίζουν τα όρια του παραλόγου. Tα λεγόμενά του εγγίζουν τα όρια της θρασύτητας. Tο εισόδημά τους εγγίζει τα όρια της φτώχειας. 3α. (μαθημ.) η συγκεκριμένη τιμή που ένα μεταβλητό μέγεθος μπορεί να την πλησιάσει όχι όμως και να τη φτάσει: Tο ~ ενός αριθμού / μιας συνάρτησης / μιας ακολουθίας. β. (μηχ.): ~ ελαστικότητας ενός σώματος, πέρα από το οποίο το συγκεκριμένο σώμα δεν επανέρχεται στην αρχική του μορφή. ~ ταχύτητας, προς το οποίο τείνει η ταχύτητα ενός σώματος, το οποίο κινείται υπό τη συνεχή επίδραση μιας δύναμης σε περιβάλλον που προβάλλει αντίσταση.
[λόγ.: 1: αρχ. ὅριον· 2, 3: σημδ. γαλλ. limite]