Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο*
1.210 εγγραφές [721 - 730]
οπτιμιστής ο [optimistís] Ο7 θηλ. οπτιμίστρια [optimístria] Ο27 : οπαδός του οπτιμισμού. ANT πεσιμιστής.

[λόγ. < γαλλ. optimiste (-iste = -ιστής)· λόγ. οπτιμισ(τής) -τρια]

οπτόπλινθος η [optóplinθos] Ο36 : (λόγ.) τούβλο.

[λόγ. οπτ(ός) -ο- + πλίνθος με βάση την αρχ. φρ. πλίνθοι ὀπταί (σύγκρ. ελνστ. ὀπτόπλινθα τά)]

οπτός -ή -ό [optós] Ε1 : (λόγ.) ψημένος.

[λόγ. < αρχ. ὀπτός]

οπώρα η [opóra] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) το φρούτο.

[λόγ. < αρχ. ὀπώρα]

οπωρικό το [oporikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) το φρούτο.

[λόγ. < μσν. οπωρικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ὀπωρικός `που αναφέρεται στην οπώρα΄ (αρχ. ὀπώρα `φρούτο΄)]

οπωροκηπευτικά τα [oporokipeftiká] Ο38 : φρούτα και λαχανικά· οπωρολαχανικά: Kαλλιέργεια / παραγωγή / μεταφορά / εμπόριο οπωροκηπευτικών.

[λόγ. οπωρ(ικά) -ο- + κηπευτικά]

οπωρολαχανικά τα [oporolaxaniká] Ο38 : φρούτα και λαχανικά· οπωροκηπευτικά.

[λόγ. οπωρ(ικά) -ο- + λαχανικά]

οπωροπωλείο το [oporopolío] Ο39 : (λόγ.) το μανάβικο.

[λόγ. οπωροπώλ(ης) -είον]

οπωροπώλης ο [oporopólis] Ο10 θηλ. οπωροπώλισσα [oporopólisa] Ο27 : (λόγ.) ο μανάβης.

[λόγ. < ελνστ. ὀπωροπώλης (δες στο οπωρικό)· λόγ. οπωροπώλ(ης) -ισσα]

οπωροφόρος -α -ο [oporofóros] Ε4 : (για δέντρο) που παράγει φρούτα. || (ως ουσ.) το οπωροφόρο: H μηλιά, η αχλαδιά και άλλα οπωροφόρα.

[λόγ. < ελνστ. ὀπωροφόρος (δες στο οπωρικό)]

< Προηγούμενο   1... 71 72 [73] 74 75 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες