Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο*
1.210 εγγραφές [671 - 680]
οπισθοχωρώ [opisθoxoró] Ρ10.9α : 1. (στρατ.) υποχωρώ προς τα πίσω συνήθ. εξαιτίας εχθρικής πίεσης. ANT προελαύνω: H στρατιά οπισθοχώρησε για να ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Οι εχθροί οπισθοχωρώντας καταστρέφουν δρόμους και γέφυρες. 2. κινούμαι προς τα πίσω: Ένα φίδι! είπε οπισθοχωρώντας με τρόμο. 3. (μτφ.) μετακινούμαι από τις θέσεις μου, τις απόψεις μου κτλ.: H κυβέρνηση δε θα οπισθοχωρήσει στην εφαρμογή του οικονομικού της προγράμματος παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

[λόγ. οπισθο- + χωρώ μτφρδ. γαλλ. rétrograder]

οπίσω [opíso] επίρρ. : (λόγ.) πίσω: Προς τα ~. (έκφρ.) ο ~ μου ερχόμενος, αυτός που έρχεται από πίσω μου, ύστερα από εμένα. ΦΡ ύπαγε ~ μου Σατανά*.

[λόγ. < αρχ. ὀπίσω]

οπλαρχηγός ο [oplarxiγós] Ο17 : αρχηγός άτακτου στρατιωτικού σώματος, ιδίως μικρού, κατά τους ελληνικούς εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του 19ου και των αρχών του 20ού αι.· (πρβ. καπετάνιος): ~ της επανάστασης του 1821 / του μακεδονικού αγώνα.

[λόγ. οπλ(ο)- + αρχηγός]

οπλασκία η [oplaskía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (στρατ.) ασκήσεις που έχουν ως στόχο την εξοικείωση του στρατιώτη στη χρήση του ατομικού του όπλου· ασκήσεις ακριβείας.

[λόγ. οπλ(ο)- + -ασκία κατά το αρχ. σωμασκία `σωματική άσκηση΄]

οπλή η [oplí] Ο29 : το νύχι των μονόχηλων ζώων: Οι οπλές του αλόγου / του γαϊδάρου.

[λόγ. < αρχ. ὁπλή]

οπληφόρος -α -ο [oplifóros] Ε4 : (ζωολ.) γενικός χαρακτηρισμός των θηλαστικών που έχουν οπλές.

[λόγ. οπλ(ή) -η- + -φόρος με συνδετικό φων. -η- αντί -ο- κατά τα νικηφόρος, κανηφόρος, ίσως για διάκρ. από το οπλοφόρος, μτφρδ. γερμ. Huftier]

οπλίζω [oplízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. εφοδιάζω κπ. με όπλο, έτσι ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει ή γενικά να πολεμήσει· εξοπλίζω. ANT αφοπλί ζω: H επαναστατική κυβέρνηση αποφάσισε να οπλίσει τους εργάτες και τους αγρότες. Οπλισμένος άνθρωπος. Οι επιτιθέμενοι ήταν βαριά οπλισμένοι. ANT άοπλος. ΦΡ είναι κάποιος οπλισμένος ως τα δόντια* / σαν αστακός*. || (επέκτ.) για κάθε άλλο αντικείμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άμυνα ή για επίθεση: Διαδηλωτές οπλισμένοι με τούβλα και μαδέρια από κοντινή οικοδομή συγκρούστηκαν με την αστυνομία. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) εφοδιάζω κπ. με κτ., έτσι ώστε να γίνει πιο ικανός, οι ενέργειές του να γίνουν πιο αποτελεσματικές: H στέρηση οπλίζει τον άνθρωπο με αντοχή. Άνθρωπος οπλισμένος με θάρρος και υπομονή. Tον υποδέχτηκε οπλισμένη με το πιο γοητευτικό της χαμόγελο. β. (για πργ.) ενισχύω με ειδική κατασκευή ενσωματωμένη σ΄ αυτό: Yαλοπίνακας οπλισμένος με σύρμα. Οπλισμένο σκυρόδεμα*. 3α. (για πυροβόλο όπλο) ρυθμίζω το μηχανισμό του, έτσι ώστε αυτό να είναι έτοιμο για εκπυρσοκρότηση: Γεμίσ(α)τε, οπλίσ(α)τε, πυρ!, ως στρατιωτικό παράγγελμα. β. (για συσκευή που διαθέτει μηχανισμό με ελατήριο) ρυθμίζω, έτσι ώστε να είναι έτοιμη να λειτουργήσει: H (φωτογραφική) μηχανή είναι οπλισμένη· δεν έχεις παρά να πατήσεις το κουμπί.

[λόγ.: 1: αρχ. ὁπλίζω· 2-3: σημδ. γαλλ. armer]

οπλικός -ή -ό [oplikós] Ε1 : που αναφέρεται σε πολεμικά όπλα: Οπλικό σύστημα, συνδυασμός πολεμικών όπλων, έτσι ώστε να αυξάνεται η αποτελεσματικότητά τους: Δοκιμή / χρήση νέων οπλικών συστημάτων.

[λόγ. < ελνστ. ὁπλικός `που αναφέρεται στα όπλα΄]

όπλιση η [óplisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οπλίζω3: ~ ενός πυροβόλου όπλου, ρύθμιση του μηχανισμού του, έτσι ώστε αυτό να είναι έτοιμο για εκπυρσοκρότηση. Φωτογραφική μηχανή με αυτόματη ~.

[λόγ. οπλι- (οπλίζω)3 -σις > -ση (πρβ. αρχ. ὅπλισις `εξοπλισμός, πανοπλία΄)]

οπλισμός ο [oplizmós] Ο17 : 1. σύνολο από όπλα. α. τα όπλα με τα οποία είναι οπλισμένος ένας άνθρωπος, ιδίως στρατιώτης· ατομικός οπλισμός: Στρατιώτης με βαρύ / ελαφρύ οπλισμό. Ο στρατιώτης, πριν απολυθεί, πρέπει να παραδώσει τον οπλισμό του. β. τα όπλα και με επέκταση τα μηχανήματα που χρησιμοποιεί ένας στρατός: Ο ~ του πεζικού / του ιππικού. Aποθήκη οπλισμού. Εκσυγχρονίζεται ο ~ του στρατού. 2. (μτφ.) α. στοιχείο ή σύνολο από στοιχεία που, όταν τα διαθέτει κάποιος, γίνεται πιο ικανός, πιο αποτελεσματικός στις ενέργειές του: Άνθρωπος με γερό θεωρητικό οπλισμό. H αντίληψη πραγματοποιείται όχι με μία αίσθηση αλλά με ολόκληρο τον αισθητηριακό οπλισμό της συνείδησης. β. (για πργ.) πρόσθετο στοιχείο που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει ένα υλικό: Ξύλινη κατασκευή ενισχυμένη με μεταλλικό οπλισμό. || (φυσ.): Ο ~ ενός μαγνήτη. || (μουσ.) το σύνολο των διέσεων ή υφέσεων που υπάρχουν στην αρχή του πενταγράμμου μετά το κλειδί το οποίο δείχνει σε ποια κλίμακα είναι γραμμένο το κομμάτι.

[λόγ.: 1: αρχ. ὁπλισμός· 2: & σημδ. γαλλ. armement]

< Προηγούμενο   1... 66 67 [68] 69 70 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες