Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
808 εγγραφές [791 - 800] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξυριστικός -ή -ό [ksiristikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με το ξύρισμα, που χρησιμοποιείται για ξύρισμα: Ξυριστική μηχανή. β. (ως ουσ.) τα ξυριστικά, τα σύνεργα για το ξύρισμα του προσώπου.
[β: ξυρισ- (ξυρίζω) -τικά, ουδ. πληθ. του -τικός· α: λόγ. ξυρισ- (ξυρίζω) -τικός]
- ξυρός ο [ksirós] Ο17 : (λόγ.) ξυράφι, μόνο στη ΦΡ επί ξυρού ακμής*.
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐπί ξυροῦ (συνήθ. ουδ.) ἀκμῆς `στην κόψη του ξυραφιού΄]
- ξύσιμο το [ksísimo] Ο50 : η ενέργεια του ξύνω: Tο ~ του μολυβιού.
[ξυσ- (ξύνω) -ιμο]
- ξύσμα το [ksízma] Ο48 : πολύ μικρό κομμάτι, απόρριμμα που βγαίνει από το ξύσιμο μιας επιφάνειας: Ξύσματα από μολύβι. ~ λεμονιού, ξυσμένη φλούδα λεμονιού.
[αρχ. ξύσμα]
- ξυστήρι το [ksistíri] Ο44 : εργαλείο με το οποίο ξύνουν μια επιφάνεια για να την καθαρίσουν.
[ξυσ- (ξύνω) -τήρι]
- ξυστός -ή -ό [ksistós] Ε1 : που γίνεται ή που έχει γίνει με ξύσιμο. || (ως ουσ.) το ξυστό, τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο οι παίχτες ξύνοντας μια επιφάνεια, κερδίζουν το ποσό που εμφανίζεται: Kέρδισε 1.000.000 στο ξυστό.
ξυστά ΕΠIΡΡ συνήθ για κτ. που, καθώς κινείται, περνάει πολύ κοντά, που εφάπτεται σχεδόν ή μόλις σε μια επιφάνεια: H σφαίρα τού πέρασε ~. Tο αυτοκίνητο πέρασε πλάι μας ~. [αρχ. ξυστός]
- ξύστρα η [ksístra] Ο25 & ξυστήρα η [ksistíra] Ο26 : μικρό μεταλλικό ή πλαστικό αντικείμενο με ενσωματωμένη λεπίδα για το ξύσιμο των μολυβιών.
[ξυσ- (ξύνω) -τρα (πρβ. αρχ. ξύστρα `ξυστήρα του μπάνιου΄)· ξυστήρ(ι) μεγεθ. -α]
- ξυστρί το [ksistrí] Ο43 : εργαλείο με το οποίο ξύνουν το τρίχωμα των ζώων, κυρίως των αλόγων, για να το καθαρίσουν από τη σκόνη, τον ιδρώτα, τα παράσιτα κτλ.
[ελνστ. ξυστρίον (υποκορ. του αρχ. ξύστρον)]
- ξυστρίζω [ksistrízo] -ομαι Ρ2.1 : καθαρίζω το τρίχωμα ζώων με ξυστρί.
[ξυστρ(ί) -ίζω]
- ξω- [kso] & ξώ- [ksó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (πρβ. εξω-)· α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει την έννοια του εξωτερικός σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ξώδερμος· ξώπετσα. || (προφ., λαϊκότρ.) συγκεκομμένος τύπος του εξω- με τον οποίο συχνά βρίσκεται σε εναλλαγή: ~κλήσι, ξώραφος· ξώλαμπρα, ξώπασχα, ξώσχολα.
[μσν. ξω- ως α' συνθ. < αρχ. ἐξω- < αρχ. επίρρ. ἔξω (πρβ. ελνστ. ἐξώ-κοιτος `ένα ψάρι που βγαίνει να κοιμηθεί στην ακτή΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.: μσν. ξω-μένω, εξώ-στρατα `έξω απ΄ τη στράτα, από το δρόμο΄]