Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν
961 εγγραφές [121 - 130]
ναυτιλία η [naftilía] Ο25 : 1.το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας και των πληρωμάτων της· εμπορική ναυτιλία, εμπορικό ναυτικό: Yπουργείο Εμπορικής Nαυτιλίας. 2. ναυσιπλοΐα: Οι Έλληνες ανέπτυξαν το εμπόριο και τη ~. || η ναυτική τέχνη.

[λόγ. < αρχ. ναυτιλία `διακυβέρνηση πλοίου, ναυσιπλοΐα΄]

ναυτιλιακός -ή -ό [naftiliakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ναυτιλία: Nαυτιλιακή εταιρεία. Nαυτιλιακό γραφείο. Nαυτιλιακά έγγραφα, τα επίσημα έγγραφα και βιβλία του πλοίου.

[λόγ. ναυτιλί(α) -ακός]

ναυτιλλόμενος ο [naftilómenos] Ο19 : αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, ως μέλος του πληρώματος: Οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους.

[λόγ. ουσιαστικοπ. μπε. του αρχ. ρ. ναυτίλλομαι `ταξιδεύω με πλοίο΄]

ναυτίλος 1 ο [naftílos] Ο18 : (ζωολ.) μαλάκιο που το σώμα του καλύπτεται από ένα σπειροειδές όστρακο, χωρισμένο σε πολλούς θαλάμους.

[λόγ. < νλατ. nautilus (στη νέα σημ., μαλάκιο του Ειρηνικού) < αρχ. ναυτίλος `μαλάκιο με υμένα σαν πανί΄]

ναυτίλος 2 ο : (παρωχ., λογοτ.) ο ναυτικός.

[λόγ. < αρχ. ναυτίλος]

ναυτίλος 3 ο : σύνθετο όργανο γυμναστικής.

[λόγ. < ναυτίλος 1(;)]

ναυτο- [nafto] & ναυτό- [naftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ναυτ- [naft], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνή εν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στους ναύτες: ~λογώ, ναυτόπαιδο. 2. στη ναυτιλία: ναυτασφάλεια, ~δάνειο, ~λόγιο. 3. στο πολεμικό ναυτικό: ~δικείο, ~δίκης.

[λόγ. < αρχ. ναυτο- θ. του ουσ. ναύτ(ης) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ναυτο-δίκαι]

ναυτοδάνειο το [naftoδánio] Ο40 : δάνειο με μεγάλο επιτόκιο που χορηγείται σε πλοίαρχο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, για να αντιμετωπίσει έκτακτες οικονομικές ανάγκες του πλοίου και που η επιστροφή του εξαρτάται από την έκβαση της ναυτικής επιχείρησης· θαλασσοδάνειο1.

[λόγ. ναυτο- + δάνειον]

ναυτοδικείο το [naftoδikío] Ο39 : το δικαστήριο που δικάζει ποινικά αδικήματα των ανδρών του πολεμικού ναυτικού.

[λόγ. ναυτοδίκ(ης) -είον]

ναυτοδίκης ο [naftoδíkis] Ο10 : δικαστής που είναι μέλος ναυτοδικείου.

[λόγ. εν. < αρχ. ναυτοδίκαι (πληθ.)]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...97   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες