Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν
961 εγγραφές [911 - 920]
νυχτερίδα η [nixteríδa] Ο26 : μικρό νυκτόβιο θηλαστικό του οποίου τα πίσω πόδια, με τα πολύ μακριά δάχτυλά τους, καλύπτονται με μεμβράνες έτσι ώστε να σχηματίζουν φτερούγες, χάρη στις οποίες μπορεί να πετάει: Στα ερείπια του κάστρου φωλιάζουν νυχτερίδες. Aυτός βγαίνει έξω μόνο τη νύχτα σαν τη ~. ΦΡ κάποιος έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας, γίνεται σε όλους συμπαθητικός, χάρη σε κάποιο κρυφό χάρισμά του ή είναι πολύ τυχερός.

[μσν. νυχτερίδα < νυκτερίδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. νυκτερίς, αιτ. -ίδα]

νυχτερινός -ή -ό [nixterinós] Ε1 : 1α.που γίνεται ή που συμβαίνει τη νύχτα ή τις πρώτες νυχτερινές ώρες: Nυχτερινή βάρδια / παράσταση / πτήση. Nυχτερινές διασκεδάσεις. Nυχτερινή συμπλοκή. β. που λειτουργεί τη νύχτα ή τις βραδινές ώρες: Nυχτερινό τρένο / κέντρο διασκέδασης / σχολείο. || (ως ουσ.) το νυχτερινό, νυχτερινό σχολείο: Φοιτά / πηγαίνει σε νυχτερινό. γ. για κτ. που το χρησιμοποιούν τη νύχτα: Nυχτερινό τιμολόγιο / ρεύμα. δ. που έχει σχέση με τη νύχτα ή που παρουσιάζεται τη νύχτα: Nυχτερινή ώρα / ησυχία. Nυχτερινό κρύο. ~ ύπνος. Nυχτερινά όνειρα. ε. που εργάζεται τη νύχτα: ~ φύλακας. Nυχτερινή νοσοκόμα. || (ως ουσ.) η νυχτερινή, νυχτερινή νοσοκόμα. 2. (ως ουσ., μουσ.) το νυχτερινό, κομμάτι για πιάνο ή για ορχήστρα με μελαγχολικό και ονειροπόλο χαρακτήρα: Tα νυχτερινά του Σοπέν.

[αρχ. νυκτερινός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

νυχτιά η [nixtxá] Ο24 : (λογοτ.) νύχτα: Ξάστερη ~.

[νύχτ(α) -ιά (παλ. τ. νυκτιά δες στο νύχτα)]

νυχτιάτικος -η -ο [nixtxátikos] Ε5 : (οικ.) που γίνεται, που συμβαίνει τη νύχτα, συνήθ. για να δηλώσουμε την ακατάλληλη ώρα: Tι νυχτιάτικη επίσκεψη είν΄ αυτή; νυχτιάτικα ΕΠIΡΡ: Πού θα πας ~;

[νύχτ(α) -ιάτικος]

νυχτικιά η [nixtiká] Ο24 : νυχτικό. || μακρύ και φαρδύ ρούχο που φορούσαν οι άντρες όταν κοιμούνταν.

[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. νυχτικός (δες στο νυχτικό) (ενν. φορεσιά)]

νυχτικό το [nixtikó] Ο38 : είδος απλού φορέματος που το φορούν οι γυναίκες όταν κοιμούνται: Xειμωνιάτικο / καλοκαιρινό / μακρύ / κοντό ~. || (πληθ.) γενικά ό,τι φοράμε στο κρεβάτι: Bγήκε στο δρόμο με τα νυχτικά της.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. νυχτικός < νύχτ(α) -ικός (παλ. τ. νυκτικός `νυχτερινός΄ δες στο νύχτα)]

νυχτο- [nixto] & νυκτο- [nikto] & νυχτό- [nixtó] ή νυκτό- [niktó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νυκτ- [nikt], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στη νύχτα, γίνεται ή παρατηρείται κατά τη διάρκεια της νύχτας: ~λούλουδο, ~πούλι· ~φύλακας· ~παραδέρνω, ~περπατώ· νυχτόημερα· νυκτόβιος και νυχτόβιος. ANT ημερόβιος. || (επιστ.) νυκτοτηλεσκόπιο, νυκτοτροπισμός· νυκταλωπία.

[μσν. νυχτο- θ. της λ. νύχτ(α) -ο- ως α' συνθ.: μσν. νυχτο-κόρακας και προσαρμ. στη δημοτ. του λόγ. νυκτο- με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] : νυχτο-φύλακας· λόγ. < αρχ. νυκτ(ο)- θ. του ουσ. νύξ `νύχτα΄ ως α' συνθ.: αρχ νυκτο-φύλαξ `νυχτοφύλακας΄ & νλατ. nycto- < αρχ. νυκτο-: νυκτο-φοβία < νλατ. nyctophobia]

νυχτοήμερα [nixtoímera] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) νύχτα και μέρα, νυχθημερόν.

[επίρρ. < μσν. νυκτοήμερο(ν) < νύκτ(α) (δες στο νύχτα) -ο- + ημέ ρ(α) -ο(ν) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

νυχτοκόρακας ο [nixtokórakas] Ο5 : είδος νυκτόβιου πτηνού που μοιάζει με τον κόρακα.

[μσν. νυκτοκόρακας με ανομ τρόπου άρθρ. [kt > xt] < νυκτοκόραξ, αιτ. -ακα < αρχ. νυκτικόραξ με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-]

νυχτολούλουδο το [nixtolúluδo] Ο41 : κοινή ονομασία φυτών που τα λουλούδια τους ανοίγουν και ευωδιάζουν τη νύχτα και κλείνουν την ημέρα.

[νυχτο- + λουλούδ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   1... 90 91 [92] 93 94 ...97   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες