Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Nοέμβριος ο [noémvrios] Ο19 : ο ενδέκατος μήνας του έτους: Ο ~ είναι ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου και έχει τριάντα ημέρες. Tην πρώτη Nοεμβρίου. (Στις) 5 Nοεμβρίου. Στις αρχές / στα μέσα / στα τέλη Nοεμβρίου.
[λόγ. < μσν. Νοέμβριος “εξαρχαϊσμός” του Νοέμβρης (δες λ.) κατά το λόγ. Ιανουάριος]