Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεραντζιά η [nerandzjá] Ο24 : δέντρο που ανήκει στην οικογένεια των εσπεριδοειδών και που καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό σε δρόμους, πλατείες κτλ.
νεραντζούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. νεραντζέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < νεράντζ(ι) -έα > -ιά· νεραντζ(ιά) -ούλα]