Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
158 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουλάρα η [mulára] Ο25α : 1. θηλυκό μουλάρι. 2. (υβρ.) για γυναίκα πολύ πεισματάρα.
μουλαρίτσα η YΠΟKΟΡ. [μουλάρ(ι) μεγεθ. -α· μουλάρ(α) -ίτσα]
- μουλαράς ο [mularás] Ο1 : (οικ.) ο ημιονηγός.
[μουλάρ(ι) -άς]
- μουλάρι το [mulári] Ο44 θηλ. μουλάρα* : 1. στείρο ζώο που προέρχεται από διασταύρωση φοράδας με γάιδαρο ή γαϊδούρας με άλογο και χρησιμοποιείται ως υποζύγιο ιδίως σε ορεινές περιοχές· ημίονος: Δουλεύει σαν ~, πολύ σκληρά. 2. (υβρ.) για άνθρωπο πολύ πεισματάρη.
μουλαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. μουλάρι < μουλάριον υποκορ. του ελνστ. μούλα, μούλη < λατ. mula]
- μουλαρίσιος -α -ο [mularísxos] Ε4 : που αναφέρεται στο μουλάρι: Mουλαρίσιο πείσμα.
[μουλάρ(ι) -ίσιος]
- μουλαρόδρομος ο [mularóδromos] Ο20 : στενός και ανώμαλος δρόμος, συνήθ. ορεινός.
[μουλάρ(ι) -ο- + δρόμος]
- μουλαρώνω [mularóno] Ρ1α μππ. μουλαρωμένος : (οικ.) πεισμώνω.
[μουλάρ(ι) -ώνω]
- μουλάς ο [mulás] Ο1 : τίτλος μουσουλμάνων κληρικών.
[τουρκ. molla, *mulla (πρβ. το περσ.) -ς ή μσν. *μουλάς < περσ. mulla -ς < αραβ. mawla]
- μουλιάζω [mulázo] Ρ2.1α μππ. μουλιασμένος : μαλακώνω κτ. βάζοντάς το μέσα σε υγρό, ιδίως νερό, για αρκετή ώρα· μουσκεύω: Nα τα μουλιάσεις τα ρούχα πριν τα πλύνεις. Mούλιασαν τα χέρια μου τόσες ώρες μέσα στη θάλασσα.
[μσν. *μουλιάζω < *μολιάζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < υστλατ. *molli(are) (πρβ. γαλλ. mouiller) μεταπλ. -άζω]
- μούλιασμα το [múlazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μουλιάζω.
[μουλιασ- (μουλιάζω) -μα]
- μούλικος -η -ο [múlikos] Ε5 : που έχει σχέση με το μούλο, το νόθο. || (ως ουσ., υβρ.) το μούλικο, το νόθο παιδί.
[μούλ(ος) -ικος (διαφ. το μσν. μουλικός `σαν μουλάρι΄)]