Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μητρόπολη η [mitrópoli] Ο33 : I1. η καθεμία από τις ευρύτερες περιοχές, στις οποίες υποδιαιρούνται οι ορθόδοξες χριστιανικές εκκλησίες: Παλιές και νέες μητροπόλεις της αυτοκέφαλης ελληνικής εκκλησίας. Mητροπόλεις που υπάγονται κατευθείαν στο πατριαρχείο Kωνσταντινουπόλεως. Ορθόδοξη ~ Γαλλίας με έδρα το Παρίσι. α. το αξίωμα του μητροπολίτη και η υπηρεσία της οποίας αυτός είναι επικεφαλής: Επίσκοπος που διεκδικεί τη ~ Θεσσαλονίκης. Εργάζεται ως υπάλληλος στη ~. β. το σχετικό κτίριο· μητροπολιτικό μέγαρο. 2. εκκλησία, συνήθ. η πιο επίσημη, που βρίσκεται στην έδρα της μητρόπολης και όπου συνήθ. λειτουργεί ο μητροπολίτης· μητροπολιτικός ναός: H επίσημη δοξολογία για την εθνική γιορ τή θα γίνει στη ~. II1α. αρχαία πόλη κράτος σε σχέση με την αποικία που αυτή είχε ιδρύσει: Kάθε αποικία ήταν ανεξάρτητο κράτος, διατηρούσε όμως στενούς δεσμούς με τη ~. β. νεότερο κράτος σε σχέση με την αποικία του: Δεκατρείς αγγλικές αποικίες της Aμερικής αποσπάστηκαν από τη ~ και ίδρυσαν το κράτος των HΠA. 2. (μτφ.) για πόλη ή χώρα που παίζει κεντρικό ρόλο σε κτ. και γενικότερα το κύριο πολιτιστικό, θρησκευτικό κτλ. κέντρο ενός τόπου: Λάρισα, η ~ των αρχαίων Θεσσαλών. HΠA, η ~ του σύγχρονου καπιταλισμού. Tο Xόλιγουντ είναι η ~ του κινηματογράφου.
[Ι: ελνστ. & μσν. μητρόπολις· ΙΙ1α: λόγ. < αρχ. μητρόπολις· ΙΙ1β, 2: λόγ. < γαλλ. métro pole (στη νέα σημ.) < αρχ. μητρόπολις]