Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.075 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαθραλιεία η [laθraliía] Ο25α : ψάρεμα που γίνεται παράνομα, σε απαγορευμένο χώρο ή χρόνο.
[λόγ. λαθρ(ο)- + αλιεία]
- λαθραναγνώστης ο [laθranaγnóstis] Ο10 θηλ. λαθραναγνώστρια [laθra naγnóstria] Ο27 : αυτός που διαβάζει ένα έντυπο χωρίς την άδεια του κατόχου του ή χωρίς να το έχει αγοράσει: Mετά την άνοδο της τιμής των εφημερίδων, γέμισαν τα περίπτερα λαθραναγνώστες.
[λόγ. λαθρ(ο)- + αναγνώστης· λόγ. λαθραναγνώσ(της) -τρια]
- λαθρεμπορία η [laθremboría] Ο25 : η παράνομη δραστηριότητα του λαθρέμπορου· λαθρεμπόριο: ~ ναρκωτικών / τσιγάρων / ειδών πολυτελείας.
[λόγ. λαθρ(ο)- + -εμπορία]
- λαθρεμπόριο το [laθrembório] Ο40 : παράνομη δραστηριότητα που αφορά εμπορεύματα και αγαθά για την εισαγωγή, εξαγωγή ή διάθεση των οποίων είτε δεν έχουν καταβληθεί οι νόμιμοι φόροι, δασμοί, τέλη κτλ. είτε υπάρχει απαγόρευση: ~ τσιγάρων / ναρκωτικών / ρολογιών. Yπηρεσία διώξεως λαθρεμπορίου.
[λόγ. λαθρ(ο)- + -εμπόριον]
- λαθρέμπορος ο [laθrémboros] Ο20 & (προφ.) λαθρέμπορας ο [laθrémbo ras] Ο5 : αυτός που διεξάγει λαθρεμπόριο: ~ ναρκωτικών καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση.
[λόγ. λαθρ(ο)- + -έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- λαθρεπιβάτης ο [laθrepivátis] Ο10 θηλ. λαθρεπιβάτισσα [laθrepivátisa] Ο27 & (λόγ.) λαθρεπιβάτις [laθrepivátis] : αυτός που ταξιδεύει λαθραία, χωρίς εισιτήριο ή διαβατήριο.
[λόγ. λαθρ(ο)- + επιβάτης· λόγ. λαθρεπιβάτ(ης) -ισσα· λόγ. λαθρεπιβάτ(ης) -ις]
- λαθρο- [laθro] & λαθρό- [laθró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λαθρ- [laθr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται όχι φανερά αλλά κρυφά ή παράνομα: λαθραναγνώστης, λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης, ~θήρας· λαθραλιεία, λαθρεμπορία, ~βοσκή, ~θηρία. || (βιολ.) ~βίωση· (βοτ.) λαθρό γαμα. ANT φανερο-.
[λόγ. < ελνστ. λαθρ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. λαθρ(αῖος) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. λαθρό-νυμφος `παντρεμένος κρυφά΄, λαθρο-φαγῶ `τρώω κρυφά΄]
- λαθρόβιος -α -ο [laθróvios] Ε6 : που ζει και κινείται κρυφά, διαφεύγοντας την κοινή προσοχή. || (κυρ. για έντυπο) που έχει ελάχιστη κυκλοφορία και αδιαφανείς πόρους.
[λόγ. λαθρο- + -βιος κατά το βραχύβιος]
- λαθροθήρας ο [laθroθíras] Ο3 : αυτός που κυνηγάει παράνομα (είτε χωρίς άδεια κυνηγιού είτε σε απαγορευμένη περιοχή ή περίοδο είτε απαγορευμένα θηράματα).
[λόγ. < αρχ. επίρρ. λάθρ(ᾳ) `κρυφά΄ -ο- + -θήρας]
- λαθροθηρία η [laθroθiría] Ο25 : η παράνομη ενέργεια, δραστηριότητα του λαθροθήρα: Kαταδικάστηκε για ~.
[λόγ. λαθροθήρ(ας) -ία]