Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.075 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαγκαδιά η [laŋgaδjá] Ο24 : το λαγκάδι.
[λαγκάδ(ι) -ιά]
- λαγνεία η [laγnía] Ο25 : η έντονη τάση, επιθυμία για σεξουαλικές απολαύσεις· φιληδονία: Bλέμμα γεμάτο ~.
[λόγ. < αρχ. λαγνεία]
- λάγνος -η / -α -ο [láγnos] Ε3, Ε4 : 1. (για πρόσ.) που ρέπει υπερβολικά σε σεξουαλικές απολαύσεις, ηδονές· φιλήδονος: Λάγνες γυναίκες της Aνατολής. 2. ηδυπαθής, που εκπέμπει, προκαλεί ερωτισμό: Λάγνα μάτια. Λάγνες ματιές / επιθυμίες. Λάγνοι πόθοι / έρωτες.
λάγνα ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε ~. [λόγ. < αρχ. λάγνος]
- λαγοκοιμάμαι [laγokimáme] Ρ12 : κοιμάμαι ελαφρά, μισοκοιμάμαι: Λαγοκοιμήθηκα πάνω στην καρέκλα.
[λαγ(ός) -ο- + κοιμάμαι]
- λαγόνα η [laγóna] Ο25 : τα πλάγια μέρη της λεκάνης, που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά: Περπατάει κουνώντας τις λαγόνες της προκλητικά.
[αρχ. λαγών, αιτ. -όνα]
- λαγόνι το [laγóni] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : η λαγόνα.
[λαγόν(α) υποκορ. -ι]
- λαγοπόδαρο το [laγopóδaro] Ο41 : το πόδι του λαγού. || το ακραίο τμήμα του ποδιού του λαγού, που πιστεύεται ότι φέρνει τύχη στον κάτοχό του.
[λαγ(ός) -ο- + ποδάρ(ι) -ο]
- λαγός ο [laγós] Ο17 θηλ. λαγουδίνα [laγuδína] Ο26 : 1. μικρό τρωκτικό θηλαστικό με μακριά αυτιά, κοντή ουρά και αναπτυγμένα τα πίσω πόδια: Ο ~ φημίζεται για τη γρηγοράδα και την καλή του όραση. Tο κυνήγι του λαγού απαγορεύεται αυστηρά. || το κρέας του ζώου αυτού: Σήμερα φάγαμε λαγό στιφάδο. ΦΡ γίνομαι ~, φεύγω τρέχοντας, εξαφανίζομαι, υποχωρώ. τάζω* σε κπ. λαγούς με πετραχήλια. βγάζω λαγό, φέρνω καλό αποτέλεσμα, έχω επιτυχία. ΠAΡ Άλλα τα μάτια* του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας. ~ τη φτέρη κούναγε / έσειε, κακό του κεφαλιού του, για κπ. που γίνεται ο ίδιος αιτία της καταστροφής, της βλάβης του. 2. (μτφ.) άνθρωπος δειλός, φοβητσιάρης.
λαγουδάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. [μσν. λαγός < αρχ. λαγ(ώς) μεταπλ. -ός ή αρχ. (ιων. διάλ.) λαγός· μσν. *λαγούδ(ι) (< λαγ(ός) υποκορ. -ούδι) -ίνα· μσν. λαγουδάκι < *λαγούδ(ι) -άκι]
- λαγουδέρα η [laγuδéra] Ο25α : (ναυτ.) τμήμα του τιμονιού με το οποίο γίνεται ο χειρισμός του πηδαλίου σε βάρκες και σε μικρά ιστιοφόρα· το δοιάκι.
[;]
- λαγούμι το [laγúmi] Ο44 : 1. υπόγειος οχετός για την αποχέτευση ακάθαρτων νερών, υπόνομος. 2. υπόγεια στοά ορυχείων, γαλαρία ή στοά που ανοίγεται για τοποθέτηση και ανάφλεξη εκρηκτικών υλών. || (επέκτ.) για κάθε υπόγεια στοά.
[τουρκ. lâgιm -ι]