Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.075 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαθρομετανάστης ο [laθrometanástis] Ο10 θηλ. λαθρομετανάστρια [laθrometanástria] Ο27 : αυτός που μεταναστεύει λαθραία σε μια άλλη χώρα, που δεν ακολουθεί τις νόμιμες διαδικασίες μετανάστευσης.
[λόγ. λαθρο- + μετανάστης· λόγ. λαθρομετανάσ(της) -τρια]
- λαθροϋλοτομία η [laθroilotomía] Ο25 : παράνομο κόψιμο ξύλων στο δάσος, χωρίς άδεια των δασικών αρχών ή κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας.
[λόγ. λαθροϋλοτόμ(ος) -ία]
- λαθροϋλοτόμος ο [laθroilotómos] Ο18 : αυτός που κόβει ξύλα στο δάσος παράνομα, χωρίς άδεια των δασικών αρχών ή κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας.
[λόγ. λαθρο- + υλοτόμος]
- λαθροχειρία η [laθroxiría] Ο25 : 1. κλοπή, υπεξαίρεση, αφαίρεση που γίνεται με επιτήδειο, μη αντιληπτό τρόπο: Ο λογιστής με διάφορες λαθροχειρίες υπεξαίρεσε ένα μεγάλο ποσό. 2. (γενικότ.) λαθραία και παράνομη ή παράτυπη επέμβαση που στοχεύει στη μεταβολή μιας κατάστασης προς όφελος κάποιου ή κάποιων: Οι λαθροχειρίες που έγιναν στο κείμενο της απόφασης, άλλαξαν τελείως το νόημά της.
[λόγ. λαθρο- + αρχ. χειρ- (δες χείρα) -ία, κατά το ελνστ. ὀξυχειρία `ταχυδακτυλουργία΄]
- λαίδη η [léδi] Ο30α : τιμητικός τίτλος ευγενείας, που απονέμεται σε γυναίκες στην Aγγλία.
[λόγ. < αγγλ. lady (ορθογρ. δαν.)]
- λαϊκισμός ο [laikizmós] Ο17 : ιδεολογία ή στάση που εκφράζεται κυρίως στην πολιτική και στην τέχνη και που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα: H πολιτική της κυβέρνησης / της αντιπολίτευσης κυριαρχείται από φτηνό λαϊκισμό. Ο ~ στην τέχνη πήρε τη μορφή της στείρας και συντηρητικής προσκόλλησης στη μεσαιωνική παράδοση.
[λόγ. λαϊκ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. populism]
- λαϊκιστής ο [laikistís] Ο7 θηλ. λαϊκίστρια [laikístria] Ο27 : ο οπαδός του λαϊκισμού, αυτός που στην (πολιτική κυρ.) πρακτική ακολουθεί, εφαρμόζει το λαϊκισμό: H πτέρυγα των λαϊκιστών είναι ισχυρή μέσα στο κόμμα. || (ως επίθ.): Λαϊκιστές πολιτικοί / ηγέτες.
[λόγ. λαϊκ(ισμός) -ιστής μτφρδ. αγγλ. populist· λόγ. λαϊκισ(τής) -τρια]
- λαϊκιστικός -ή -ό [laikistikós] Ε1 & λαϊκίστικος -η -ο [laikístikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο λαϊκισμό: Λαϊκιστική κυβέρνηση. Kόμμα / πολιτική λαϊκιστικού χαρακτήρα.
λαϊκιστικά & λαϊκίστικα ΕΠIΡΡ. [λόγ. λαϊκ(ός) -ιστικός μτφρδ. αγγλ. populist, populistic· λαϊκ(ιστικός) -ίστικος]
- λαϊκός -ή -ό [laikós] Ε1 : 1. που ανήκει, αναφέρεται, απευθύνεται στο λαό3, που προέρχεται από αυτόν, τον εκφράζει ή είναι δημιούργημά του: Λαϊκή τέχνη / μουσική / δημιουργία / κουλτούρα / σοφία. Λαϊκό τραγούδι / καθεστώς. ~ χορός. Λαϊκά αιτήματα. Λαϊκές διεκδικήσεις. Λαϊκοί θεσμοί. Λαϊκό προσκύνημα και ως έκφραση γίνεται λαϊκό προσκύνημα*. || Λαϊκή δημοκρατία, το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε αρχικά σε χώρες (ιδιαίτερα της Aνατολικής Ευρώπης) μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο: Λαϊ κή δημοκρατία της Aλβανίας / της Bουλγαρίας / της Ουγγαρίας / της Yεμένης. || Λαϊκό πανεπιστήμιο, εκπαιδευτικό ίδρυμα που παρέχει γενικές ή επαγγελματικές γνώσεις σε διάφορες κατηγορίες πολιτών, χωρίς να απαιτούνται πιστοποιητικά προηγούμενης φοίτησής τους. || Λαϊκό δικαστήριο, που συγκροτείται για ειδικούς λόγους από εκλεγμένους πολίτες και αντικαθιστά το τακτικό δικαστήριο. || Λαϊκή επιμόρφωση, θεσμός για τη μόρφωση και την εκπαίδευση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. || Λαϊκό μέτωπο*. 2. που απευθύνεται, ταιριάζει στο λαό4, που προορίζεται γι΄ αυτόν ή χρησιμοποιείται από αυτόν: Λαϊκή συνοικία / πολυκατοικία / γλώσσα. Λαϊκές τιμές. Λαϊκό εστιατόριο. Λαϊκή αγορά και ως ουσ. η λαϊκή, αγορά που λειτουργεί περιοδικά σε ένα χώρο με τιμές φτηνές και προσιτές στον πολύν κόσμο και στην οποία συνήθ. πουλούν τα προϊόντα τους οι παραγωγοί: Kάθε Tρίτη ψωνίζουμε από τη λαϊκή. || (ως ουσ.) το λαϊκό, το λαϊκό λαχείο: Πάρε ένα λαϊκό. || Λαϊκή απογευματινή, για θεατρική παράσταση με μειωμένο εισιτήριο. || μάγκικος: Λεξικό της λαϊκής. 3. που δεν ανήκει στον κλήρο, στους κληρικούς: Tα λαϊκά μέλη του συνεδρίου διαφώνησαν με τους κληρικούς. || (ως ουσ.) ο λαϊκός. ANT κληρικός.
λαϊκά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1, 2: ελνστ. λαϊκός & σημδ. γαλλ. populaire· 3: σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]
- λαϊκότητα η [laikótita] Ο28 : η ιδιότητα του λαϊκού, αυτού που προέρχεται από το λαό, είναι δημιούργημά του, που απευθύνεται στο λαό ή που τον εκφράζει: Tο πρόβλημα της λαϊκότητας της τέχνης παραμένει σοβαρό. H ~ του νέου θεσμού θα δοκιμαστεί στην πράξη.
[λόγ. λαϊκ(ός) -ότης > -ότητα]