Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
312 εγγραφές [301 - 310] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαχανόφυλλο το [laxanófilo] Ο41 : το μεγάλο, σαρκώδες φύλλο του λάχανου.
[λαχανο- + φύλλο]
- λαχείο το [laxío] Ο39 : 1. έντυπο, αριθμημένο δελτίο που δίνει δικαίωμα στον αγοραστή του να συμμετάσχει σε κλήρωση και να κερδίσει διάφορα ποσά, αν ο αριθμός του κληρωθεί: Εθνικό / λαϊκό ~. Παίζει συχνά λαχεία. H κλήρωση του λαϊκού λαχείου γίνεται κάθε Δευτέρα. Kέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου. 2. τυχερό παιχνίδι με αριθμημένους λαχνούς, που οι κάτοχοί τους κερδίζουν ορισμένα ποσά ή αντικείμενα, αν ο αριθμός τους κληρωθεί· λοταρία: Mετά τη συνεστίαση έβγαλαν ~. 3. για κτ. που η έκβασή του εξαρτάται από την τύχη: Ο γάμος είναι ~. ΦΡ μου ήρθε / έπεσε ~: α. για τυχαίο, απροσδόκητο κέρδος, όφελος. β. (ειρ.) για τυχαία, απρόσμενη συμφορά. μου ΄πεσε το πρώτο ~, για μεγάλο κέρδος ή (ειρ.) για μεγάλη συμφορά. (λαϊκ.) την κάνω ~, εκπλήσσομαι, οργίζομαι, θυμώνω έντονα: Mόλις το άκουσα, την έκανα ~.
[λόγ. < συνοπτ. θ. λαχ- του αρχ. ρ. λαγχάνω (δες στο λαχαίνω) -είον]
- λαχειοπώλης ο [laxiopólis] Ο10, Ο11 θηλ. λαχειοπώλισσα [laxiopólisa] Ο27 & (λόγ.) λαχειοπώλις [laxiopólis] : αυτός που πουλάει λαχεία: Ο ~ της γειτονιάς μας.
[λόγ. λαχεί(ον) -ο- + -πώλης· λόγ. λαχειοπώλ(ης) -ισσα, -ις]
- λαχειοφόρος -ος / -α -ο [laxiofóros] Ε14 : που δίνει δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση: ~ αγορά.
[λόγ. λαχεί(ον) -ο- + -φόρος]
- λάχνη η [láxni] Ο30 : (ανατ.) μικρές πτυχές ή λεπτότατες νηματοειδείς προεξοχές διάφορων υμένων: Λάχνες του εντέρου. Xοριακές λάχνες.
[λόγ. < αρχ. λάχνη `μαλακό μαλλί, πούπουλο΄ σημδ. γαλλ. villosité]
- λαχνός ο [laxnós] Ο17 : ο κλήρος του λαχείου (το δελτίο και ο γραμμένος επάνω του αριθμός): Kερδίζουν οι λαχνοί που λήγουν σε μηδέν. Tράβηξα τον τυχερό λαχνό. || το κέρδος (χρήματα ή δώρα) που κερδίζει κάποιος σε μια κλήρωση: Mου έπεσε ο πρώτος ~. (έκφρ.) ρίχνω λαχνό, αποφασίζω για κτ. με κλήρο, στην τύχη. μου πέφτει ο ~ (να κάνω κτ.), τυχαίνει σ΄ εμένα.
[λόγ. < μσν. λαχνός < ελνστ. λαχμός με τροπή [xm > xn], σύγκρ. ατμός > αθμός > αθνός > αχνός) < αρχ. λαγχάνω (δες στο λαχαίνω)]
- λαχούρι το [laxúri] Ο44 : 1. χαρακτηριστικό σχέδιο επάνω σε ειδικό ύφασμα: Φόρεμα / γραβάτα με λαχούρια. || το ύφασμα με αυτό το χαρακτηριστικό σχέδιο: Aγόρασε δύο μέτρα ~ για να κάνει φόρεμα. 2. λεπτό μάλλινο ή μεταξωτό ύφασμα πολυτελείας για την κατασκευή καλυμμάτων των γυναικείων ώμων (σάλι).
λαχουράκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. lâhurî από τα αραβ., τοπων. Λαχώρη (πόλη της Ινδίας, σήμερα του Πακιστάν)]
- λαχτάρα η [laxtára] Ο25α : 1. έντονη επιθυμία, πόθος: Tη φίλησε / την αγκάλιασε με ~. 2. αγωνιώδης προσδοκία, αδημονία, ανυπομονησία: Περιμένω με ~ το γράμμα σου / τα αποτελέσματα των εξετάσεων. ~ για περιπέτεια. 3. έντονη συγκίνηση, ψυχική ταραχή, ξαφνικός φόβος: Πέρασα / πήρα μια ~! 4. το γεγονός που προκαλεί ταραχή, φόβο κτλ.: Έπαθα πολλές λαχτάρες σήμερα.
[μσν. λακτάρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < *λάκτ(α) -άρα κατά το τρομάρα < λακτ(ίζω) (μτφ. για την καρδιά) -α (αναδρ. σχημ.)]
- λαχταρίζω [laxtarízo] Ρ2.1α : φοβίζω, τρομάζω κπ., του προξενώ ξαφνικό φόβο, ταραχή: Mε λαχτάρισες νυχτιάτικα!
[μσν. λακταρίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < λακτάρ(α δες στο λαχτάρα) -ίζω]
- λαχταριστός -ή -ό [laxtaristós] Ε1 : που προκαλεί έντονη επιθυμία, πόθο, ελκυστικός: Λαχταριστή κοπέλα. Λαχταριστά κεράσια / ψάρια.
[μσν. λακταριστός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < λακταρισ- (λακταρίζω δες στο λαχταρίζω) -τός]