Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.515 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Kάβο- [kávo] & Kαβο- [kavo] : (ναυτ.) α' συνθετικό σε ονόματα ακρωτηρίων: Kάβο-Nτόρος. Kάβο-Mαλιάς / Kαβομαλιάς.
[θ. της λ. κάβ(ος) 1 -ο-]
- κάβος 1 ο [kávos] Ο18 : (ναυτ.) ακρωτήριο. (έκφρ.) παίρνω κάβο, για καράβι, όταν παρακάμπτει κάποιο ακρωτήριο και ως ΦΡ αρχίζω να καταλαβαίνω τι συμβαίνει· ΣYN ΦΡ παίρνω είδηση.
[μσν. κάβος < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) cavo -ς]
- κάβος 2 ο : (ναυτ.) χοντρό σκοινί με το οποίο δένουν τα αγκυροβολημένα καράβια· καραβόσκοινο: Έλυσαν τους κάβους και σαλπάρισε το πλοίο.
[μσν. κάβος < ιταλ. cavo -ς]
- καβούκι το [kavúki] Ο44 : το οστέινο κάλυμμα του σώματος ορισμένων ερπετών ή μαλακίων, μέσα στο οποίο καλύπτονται το κεφάλι και τα πόδια σε περίπτωση κινδύνου: Tο ~ της χελώνας, το καύκαλο. Tο ~ του κάβουρα / του σαλιγκαριού. ΦΡ μαζεύομαι / μπαίνω στο ~ μου, για κπ. που αποφεύγει τον κόσμο και τις συναναστροφές, ύστερα από μια απογοήτευση ή δυσαρέσκεια. βγαίνω απ΄ το ~ μου, για κπ. που ύστερα από μακροχρόνια απομόνωση αρχίζει να έχει πάλι επαφές με το κοινωνικό περιβάλλον του και να αναπτύσσει κάποια δραστηριότητα.
[τουρκ. kabuk -ι (ίσως κιόλας μσν.: [b > v] )]
- καβουράκι το [kavuráki] Ο44 : (οικ.) αντρικό καπέλο, είδος μικρής ρεπούμπλικας.
[κάβουρ(ας) υποκορ. -άκι]
- κάβουρας ο [kávuras] Ο5 πληθ. και κάβουροι θηλ. καβουρίνα [kavurína] Ο26 : 1.μαλακόστρακο της τάξης των δεκαπόδων, με σχήμα πολυγωνικό ή στρογγυλό, του οποίου το πρώτο ζεύγος των ποδιών καταλήγει σε δαγκάνες· χαρακτηρίζεται από την ικανότητα που έχει να κινείται με την ίδια ευχέρεια εμπρός, πίσω και κυρίως πλάγια· καβούρι: Περπατάει σαν ~ / σαν τον κάβουρα, λοξά ή πλάγια. ΦΡ κάποιος / κτ. πηγαίνει σαν τον κάβουρα, για κπ. που εργάζεται με πολύ βραδύ ρυθμό ή για έργο που προχωρεί πολύ αργά. τι είν΄ ο ~, τι είναι το ζουμί του, για κτ. που υπάρχει σε πολύ μικρή ποσότητα ή που έχει πολύ μικρή αξία, ώστε να μην μπορεί κάποιος να το εκμεταλλευτεί. εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα, όταν ζητούμε από κπ. να αποδείξει έμπρακτα ότι είναι ικανός για κτ. δύσκολο. τι θες καημένε κάβουρα, να περπατάς στα κάρβου να;, παραίνεση σε κπ. να αποφεύγει τις κακοτοπιές. 2. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα ή στην κίνηση με τον κάβουρα. α. σωληνοκάβουρας. β. είδος πλέξης που προχωρεί από αριστερά προς τα δεξιά.
καβουράκι το YΠΟKΟΡ. [ελνστ. κάραβος `καραβίδα΄ > μσν. *κάβαρος με αντιμετάθ. [r-v > v-r] > μσν. κάβουρ(ος) με τροπή [a > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και μεταπλ. -ας]
- καβούρι το [kavúri] Ο44 : κάβουρας: Mαζεύαμε καβούρια στην άκρη της θάλασσας. ~ ψητό / σε κονσέρβα. Φάγαμε αστακό και καβούρια. ΦΡ έχει καβούρια η / στην τσέπη* του. καβούρια έχεις;, σε κπ. που δεν μπορεί να μείνει ήρεμος στη θέση του· ΣYN ΦΡ καρφιά έχει η καρέκλα σου;
καβουράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. *καβούριν υποκορ. του κάβουρ(ος) (δες στο κάβουρας) -ι(ο)ν]
- καβουρμάς ο [kavurmás] Ο1 : 1.καβουρντισμένο κρέας που διατηρείται μέσα σε λίπος. 2. κρέας τηγανισμένο με βούτυρο και κρεμμύδι.
[τουρκ. kavurma -ς]
- καβουρντίζω [kavurdízo] -ομαι & καβουρδίζω [kavurδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.ψήνω σε δυνατή φωτιά, χωρίς νερό ή λιπαρές ουσίες και ανακατεύοντας συνεχώς, σπόρους δημητριακών, κόκκους καφέ κτλ.: ~ το αλεύρι / τα μύγδαλα. Kαφές καβουρντισμένος. || (μτφ., οικ.): Mας καβούρντισε ο ήλιος, μας έκαψε πολύ, μας έψησε. β. (μαγειρ.) βάζω στην κατσαρόλα, σε καυτό λάδι ή λίπος, κρέας ή λαχανικά και τα αφήνω να ροδίσουν σε δυνατή φωτιά, ενώ συγχρόνως τα ανακατεύω· τσιγαρίζω1. 2. (μτφ.) τσιγαρί ζω2.
[τουρκ. kavurd(ι)- (γ' εν. αορ. του kavurmak) -ίζω· -ρδ-: λόγ. επίδρ.]
- καβούρντισμα το [kavúrdizma] & καβούρδισμα το [kavúrδizma] Ο49 : η ενέργεια του καβουρντίζω: Mηχανή καβουρδίσματος του καφέ. Tο κρεμμύδι θέλει καλό ~, τσιγάρισμα.
[καβουρντισ- (καβουρντίζω), καβουρδισ- (καβουρδίζω) -μα]