Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ
4.515 εγγραφές [1981 - 1990]
κατεβατός -ή -ό [katevatós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που έχει φορά από επάνω προς τα κάτω, συνήθ. στην έκφραση ~ άνεμος, που κατεβαίνει από το βουνό. || (ως ουσ., λαϊκ.) η κατεβατή, χτύπημα με κίνηση του χεριού από πάνω προς τα κάτω: Έφαγε μια κατεβατή, καρπαζιά, μαχαιριά κτλ.

[ελνστ. καταβατός `που κατεβαίνει απότομα΄ με αλλ. του φων. κατά το κατεβάζω]

κατεδαφίζω [kateδafízo] -ομαι Ρ2.1 : γκρεμίζω ένα κτίριο ή κάποια άλλη δομική κατασκευή, με τη βοήθεια των κατάλληλων μηχανημάτων και εργαλείων, έως ότου ισοπεδωθεί: Συνεργεία της πολεοδομίας κατεδάφισαν όλα τα αυθαίρετα κτίσματα. Οι παλιές μονοκατοικίες κατεδαφίστηκαν για να χτιστούν πολυκατοικίες. || καταστρέφω ολοσχερώς: Iσχυρός σεισμός κατεδάφισε την πόλη.

[λόγ. < μσν. κατεδαφίζω `ρίχνω στο έδαφος΄ < κατ(α)- έδαφ(ος) -ίζω]

κατεδάφιση η [kateδáfisi] Ο33 : η ενέργεια του κατεδαφίζω, σκόπιμο γκρέμισμα ή ολοσχερής καταστροφή: Άρχισε η ~ των ετοιμόρροπων κτιρίων. Aπαγορεύεται η ~ των διατηρητέων κτιρίων. Άρχισαν οι εργασίες κατεδάφισης. Yλικά κατεδαφίσεως, από κατεδάφιση. Άδεια / συνεργείο για ~.

[λόγ. < μσν. κατεδάφισις < κατεδαφι- (κατεδαφίζω) -σις > -ση]

κατεδαφιστέος -α -ο [kateδafistéos] Ε4 : που πρέπει να κατεδαφιστεί: Tο κτίριο κρίθηκε ετοιμόρροπο και κατεδαφιστέο.

[λόγ. κατεδαφισ- (κατεδαφίζω) -τέος]

κατειλημμένος -η -ο [katiliménos] Ε3 : για κτ. που το έχει καταλάβει, που το έχει κρατήσει κάποιος για δική του χρήση, που δεν είναι ελεύθερο για να το χρησιμοποιήσει ή για να το πάρει κάποιος άλλος· πιασμένος: Όλες οι θέσεις στο λεωφορείο ήταν κατειλημμένες. Δε βρήκα δωμάτιο σε ξενοδοχείο, ήταν όλα κατειλημμένα. Tο ταξί είναι ελεύθερο ή κατειλημμένο; Όλες οι θέσεις στο δημόσιο είναι κατειλημμένες. Tο τηλέφωνο είναι κατειλημμένο, μιλάει κάποιος άλλος ή η γραμμή είναι κλειστή. Tο ασανσέρ είναι κατειλημμένο.

[λόγ. < αρχ. κατειλημμένος μππ. του καταλαμβάνω σημδ. γαλλ. occupé]

κατενάτσιο το [katenátsio] Ο (άκλ.) : (ποδ.) αμυντικό σύστημα.

[ιταλ. catenaccio (αρχική σημ.: `μάνταλο΄)]

κατενθουσιάζω [katenθusiázo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ σε κπ. πολύ μεγάλο ενθουσιασμό: H παράσταση κατενθουσίασε τους θεατές. Είναι κατενθουσιασμένος με τα αποτελέσματα των προσπαθειών του / των εξετάσεων.

[λόγ. κατ(α)- ενθουσιάζω]

κατεξευτελίζω [katekseftelízo] -ομαι Ρ2.1 : εξευτελίζω κπ., τον ταπεινώνω πάρα πολύ.

[λόγ. κατ(α)- εξευτελίζω]

κατεξουσιάζω [kateksusiázo] -ομαι Ρ2.1 : ασκώ απόλυτη εξουσία σε κπ. ή σε κτ.: Ο άνθρωπος κατόρθωσε να κατεξουσιάσει τη φύση. Άνθρωπος που κατεξουσιάζεται από τα πάθη του.

[λόγ. < ελνστ. κατεξουσιάζω]

κατεξοχήν [kateksoxín] επίρρ. τροπ. : ιδίως, κυρίως, περισσότερο από κά θε άλλον ή άλλο· κατ΄ εξοχήν: Ο πατέρας του είναι ο ~ υπεύθυνος για την εξέλιξή του. Tο εισόδημα των νησιωτών προέρχεται ~ από τη ναυτιλία. Ο Εμπειρίκος είναι ο ~ εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλά δα. || (γραμμ.) σχήμα ~, σχήμα λόγου στο οποίο η σημασία της λέξης στενεύει και χρησιμοποιείται με μία μόνο, ορισμένη έννοια, π.χ. «H Άλωση της Πόλης», της Kωνσταντινούπολης.

[λόγ. < ελνστ. φρ. κατ΄ ἐξοχήν, αρχ. ἐξοχή `προεξοχή΄]

< Προηγούμενο   1... 197 198 [199] 200 201 ...452   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες