Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρύπτη η [krípti] Ο30 : I1. χώρος μυστικός, έντεχνα καλυμμένος, στον οποίο μπορεί κανείς να κρύψει κτ. ή να κρυφτεί ο ίδιος. 2α. υπόγεια θολωτή συνήθ. κατασκευή η οποία, κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, χρησίμευε ως τόπος λατρείας, ως κρυσφήγετο κατά τους διωγμούς, ως τάφος μαρτύρων, επισκόπων κτλ. β. είδος χτιστού τάφου, με μορφή θήκης, συνήθ. μέσα σε μεγάλους οικογενειακούς τάφους. II. (ανατ., συνήθ. πληθ.) αβαθές κόλπωμα σε ένα επιθήλιο: Οι κρύπτες των αμυγδαλών.
[λόγ. < ελνστ. κρύπτη (αρχ. κρυπτή)]