Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
121 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κίρρωση η [kírosi] Ο33 : (ιατρ.) πολύ σοβαρή νόσος του ήπατος, η οποία συνήθ. καταλήγει σε θάνατο.
[λόγ. < γαλλ. cirrhose < αρχ. κιρρ(ός) `κιτρινωπός΄ -ose = -ωσις > -ωση]
- κιρρωτικός -ή -ό [kirotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κίρρωση, που χαρακτηρίζει την κίρρωση. || (ως ουσ.) ο κιρρωτικός, αυτός που πάσχει από κίρρωση του ήπατος.
[λόγ. < διεθ. cirrho(sis) = κίρρω(σις) -tic = -τικός αναλ. προς το neurotic (neurosis) = νευρωτικός (νεύρωσις)]
- κιρσός ο [kirsós] Ο17 : μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας: Έχει κιρσούς στα πόδια.
[λόγ. < αρχ. κιρσός]
- κίσηρη η [kísiri] Ο33 : ελαφρόπετρα.
[λόγ. < αρχ. κίσηρ(ις) -η]
- κισμέτ το [kizmét] Ο (άκλ.) : η μοίρα, το πεπρωμένο, ως αναφορά στη μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη μοιρολατρία.
[τουρκ. kιsmet < αραβ. qismah]
- κίσσα η [kísa] Ο25 : αποδημητικό πουλί στο μέγεθος περίπου του περιστεριού, με ποικιλόχρωμο φτέρωμα και μακριά ουρά. || ως σύμβολο της φλυαρίας και της κλεψιάς.
[αρχ. κίσσα]
- κισσός ο [kisós] Ο17 : αειθαλές αναρριχητικό φυτό με τρίλοβα συνήθ. φύλ λα, πράσινα από κάτω και κοκκινωπά από πάνω, με προεξέχουσες νευρώσεις.
[αρχ. κισσός]
- κιτάπι το [kitápi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) τα κατάστιχα, τα εμπορικά ή λογιστικά βιβλία, τα βιβλία λογαριασμών και συχνά ειρωνικά οι σημειώσεις, τα χαρτιά, τα χειρόγραφα ή και τα οργανωμένα στοιχεία πληροφοριών ενός οργανισμού, μιας υπηρεσίας ή και ενός ατόμου: Nα δω τα κιτάπια μου και θα σου πω. Άνοιξε τα κιτάπια σου! Tα κιτάπια της Aσφάλειας.
[τουρκ. kitap `βιβλίο΄ -ι < αραβ. qitāb `βιβλίο΄ (συνήθ. ιερό)]
- κιτρέλαιο το [kitréleo] Ο42 : αιθέριο έλαιο που εξάγεται από τα κίτρα.
[λόγ. κίτρ(ον) -ο- + -έλαιο]
- κιτριά η [kitriá] Ο24 : δέντρο εσπεριδοειδές των μεσογειακών κυρίως χωρών, που παράγει τα κίτρα.
[μσν. κιτρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. citrea]