Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλημαύχι το [kalimáfxi] & καμηλαύχι το [kamiláfxi] Ο44 : είδος καπέλου με κυλινδρικό σχήμα, που το φορούν οι ορθόδοξοι ιερείς.
[καμηλ-: μσν. καμηλαύκι `επίσημο καπέλο΄ ( [f
> fx] από λόγ. επίδρ. ίσως και παρετυμ. αυχένας) < υστλατ. camellaucium (camella `κούπα του κρασιού΄)· καλημ-: παρετυμ. καλύπτω]
- καλημέρα [kaliméra] επιφ. : I. χαιρετισμός που απευθύνουμε σε κπ., όταν τον συναντήσουμε τις πρωινές ώρες, ευχή να περάσει καλά την ημέρα του· καλή σου / σας μέρα: ~! (με προσ. αντων. συνήθ. στον πληθ.) ~ σας κύριε! Γιώργο, Mαίρη ~ σας! Λέω ~, καλημερίζω || (ως ουσ.) η καλημέρα, χαιρετισμός με «καλημέρα»: Πέρασα να σου πω μια ~. (Δώσε) την ~ μου στον τάδε. (έκφρ.) έχουν κόψει και την ~ / δε λένε ούτε ~, έχουν διακόψει τελείως τις σχέσεις τους, δε μιλιούνται. δεν έχουν ούτε ~, δε λένε ούτε καλημέρα. δε θέλω ούτε την ~ κάποιου, δε θέλω να έχω καμία σχέση μαζί του. II. κέντημα ή καθρέφτης κρεβατοκάμαρας, με κεντημένη ή γραμμένη τη λέξη «καλημέρα».
[μσν. καλημέρα < φρ. καλή μέρα]
- καλημερίζω [kalimerízo] -ομαι Ρ2.1 : απευθύνω σε κπ. το χαιρετισμό «καλημέρα», του λέω καλημέρα: Tης τηλεφώνησα πρωί για να την καλημερίσω. Tον είδα στο δρόμο και καλημεριστήκαμε, ανταλλάξαμε χαιρετισμό.
[μσν. καλημερίζω < ευχή καλημέρ(α) -ίζω]
- καλημέρισμα το [kalimérizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καλημερίζω: Πέρασα για ένα ~, μια καλημέρα.
[καλημερισ- (καλημερίζω) -μα]
- καλημερούδια [kalimerúδja] επιφ. : (οικ., συναισθ.) καλημέρα.
[καλημέρ(α) -ούδια, πληθ. του -ούδι]
- καληνύχτα [kaliníxta] επιφ. : χαιρετισμός που απευθύνουμε σε κπ., όταν αποχωριζόμαστε τις νυχτερινές ώρες ή σε κπ. που πηγαίνει για ύπνο, ευχή να περάσει καλή νύχτα· καλή σου / σας νύχτα: ~! (με προσ. αντων., συνήθ. στον πληθ.) ~ σας κύριοι / κύριε / παιδιά. Λέω ~, καληνυχτίζω. (έκφρ.) ~!, όταν αναβάλλεται για αόριστο χρόνο κτ. που περιμένουμε να γίνει ή σε κπ. που δεν καταλαβαίνει τι του λέμε. || (ως ουσ.) η καληνύχτα, αποχαιρετισμός με «καληνύχτα»: Έφυγε χωρίς να μας πει μια ~.
[φρ. καλή νύχτα]
- καληνυχτίζω [kalinixtízo] -ομαι Ρ2.1 & καληνυχτώ [kalinixtó] Ρ10.1α : αποχαιρετώ κπ. με την επιφωνηματική έκφραση «καληνύχτα», του λέω καληνύχτα: Tους καληνύχτισα και έφυγα. Kαληνυχτιστήκαμε και πέσαμε να κοιμηθούμε, ανταλλάξαμε την καληνύχτα. Σας καληνυχτώ!
[< ευχή καληνύχτ(α) -ίζω (πρβ. μσν. καλονυχτίζω < καλ(ός) -ο- + νύχτ(α) -ίζω)· καληνυχτ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. καληνυχτισ-]
- καληνύχτισμα το [kaliníxtizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καληνυχτίζω.
[καληνυχτισ- (καληνυχτίζω) -μα]
- καληνυχτούδια [kalinixtúδja] επιφ. : (οικ., συναισθ., σπαν.) καληνύχτα.
[καληνύχτ(α) -ούδια κατά το καλημερούδια]
- καλησπέρα [kalispéra] επιφ. : χαιρετισμός που απευθύνουμε σε κπ. όταν τον συναντήσουμε τις απογευματινές ή τις βραδινές ώρες, ευχή να περάσει καλά αυτό το διάστημα: ~! (με προσ. αντων., συνήθ. στον πληθ.) ~ σας κυρία / παιδιά! || (ως ουσ.) η καλησπέρα, χαιρετισμός με «καλησπέρα»: Δε θα μείνω, μια ~ μόνο να σας πω.
[φρ. καλή εσπέρα με αποφυ γή της χασμ.]