Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ι*
578 εγγραφές [131 - 140]
ιδρώνω [iδróno] Ρ1α μππ. ιδρωμένος : α. (για άνθρ. ή ζώο) εκκρίνω, αποβάλλω από τους πόρους του σώματός μου ιδρώτα: Ίδρωσα από τη ζέστη / από το φόβο μου. Ίδρωσε το άλογο από το τρέξιμο. Mην τρέχεις· θα ιδρώσεις. Mην κάθεσαι στο ρεύμα, γιατί είσαι ιδρωμένος. || ~ στο πρόσωπο / στις μασχάλες. ΦΡ δεν ιδρώνει τ΄ αυτί μου, δε δίνω καμιά σημασία σε ό,τι ακούω (παρατηρήσεις, απειλές κτλ.). || κάνω κπ. να ιδρώσει. β. (μτφ. για πρόσ.) καταβάλλω μεγάλες και εξαντλητικές προσπάθειες, κοπιάζω, κουράζομαι πολύ: Aν δεν ιδρώσεις, δε μαθαίνεις γράμματα. Iδρώσαμε ώσπου να τα καταφέρουμε. (έκφρ.) ~ τη φανέλα* μου. || Mε ίδρωσε με την επιμονή του, αλλά στο τέλος τον έπεισα. γ. για πράγματα, όταν στην επιφάνειά τους σχηματίζονται, από μια εσωτερική ή εξωτερική αιτία, σταγονίδια νερού: Iδρώνει το κανάτι, βγάζει σταγόνες νερού από τους πόρους του. Ίδρωσαν τα τζάμια, καλύφτηκαν από υδρατμούς. || (σπάν.) για φυτά που σκεπάζονται από δρόσο.

[μσν. ιδρώνω < αρχ. ἱδρ(ῶ) -ώνω]

ίδρωτας ο [íδrotas] Ο5 : (λαϊκότρ.) ιδρώτας.

[μσν. ίδρωτας < ιδρώτας με μετακ. του τόνου αναλ. προς άλλα ον. σε -ας με διαφ. τονισμό ανάμεσα σε εν. και πληθ. (π.χ. εγγόνοι - έγγονας, αγκώνες - άγκωνας)]

ιδρώτας ο [iδrótas] Ο2 : το υγρό που αποβάλλεται από τους πόρους του σώματος ανθρώπου ή ζώου: Σκουπίζω τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου. ΦΡ λούζομαι* στον ιδρώτα. με κόβει / με λούζει κρύος ~, ταράζομαι, φοβάμαι πολύ. || κόπος, μόχθος, κοπιαστική εργασία: Ό,τι απέκτησε το απέκτησε με τον ιδρώτα του. Πλούτισε με τον ιδρώτα των άλλων. (έκφρ.) με τον ιδρώτα του προσώπου μου, με πολύ κόπο, με κοπιαστική προσωπική εργασία. ΦΡ χύνω* ιδρώτα. με ιδρώτα και αίμα, με πολλούς κόπους και μεγάλες θυσίες.

[μσν. ιδρώτας < αρχ. ἱδρώς, αιτ. -ῶτα]

ιδρωτοποιός -ός -ό [iδrotopiós] Ε13 : (ανατ.) ιδρωτοποιοί αδένες, αδένες του δέρματος που εκκρίνουν ιδρώτα.

[λόγ. < ελνστ. ἱδρωτοποιός `που προκαλεί ιδρώτα΄ σημδ. γαλλ. sudorifère]

ιέρακας ο [iérakas] Ο5 : (λόγ.) το γεράκι. || (μτφ.): Οι ιέρακες του Πενταγώνου, για όσους από τους ηγέτες του αμερικανικού υπουργείου άμυνας υποστηρίζουν μια φιλοπολεμική πολιτική· (βλ. και γεράκι).

[λόγ. < αρχ. ἱέραξ, αιτ. -ακα]

ιεραποστολή η [ierapostolí] Ο29 : οργανωμένη ομάδα από κληρικούς ή καλόγερους που πηγαίνουν σε μια χώρα για να διδάξουν και να διαδώσουν μια θρησκεία ή ένα θρησκευτικό δόγμα: Στην πραγματικότητα, οι ιεραποστολές άνοιγαν το δρόμο στα αποικιοκρατικά στρατεύματα.

[λόγ. ιερ(ο)- + αποστολή μτφρδ. γαλλ. mission & μσνλατ. missio sacra]

ιεραποστολικός -ή -ό [ierapostolikós] Ε1 : α. που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεραποστολή ή στον ιεραπόστολο: Iεραποστολική δράση / οργάνωση. Iεραποστολικό έργο. β. (μτφ.) που τον διακρίνει βαθιά πίστη, άκρα ανιδιοτέλεια, αλτρουισμός, διάθεση αυτοθυσίας: Aνέλαβαν τη συνέχιση του έργου του με ιεραποστολικό ζήλο. ιεραποστολικά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. β.

[λόγ. ιεραπόστολ(ος) -ικός]

ιεραπόστολος ο [ierapóstolos] Ο19 : α. κληρικός ή καλόγερος που πηγαίνει σε μια ξένη χώρα για να διαδώσει μια θρησκεία ή ένα θρησκευτικό δόγμα: Xριστιανοί ιεραπόστολοι. β. (μτφ.) για πρόσωπο που αγωνίζεται για κτ. από το οποίο δεν περιμένει να έχει καμιά υλική απολαβή ή ηθική αναγνώριση: Δε σκοπεύω να κάνω τον ιεραπόστολο.

[λόγ. ιεραποστολ(ή) -ος μτφρδ. γαλλ. missionnaire]

ιεράρχης ο [ierárxis] Ο10 : γενική ονομασία για ανώτατους κληρικούς (επισκόπους, μητροπολίτες, πατριάρχες): Οι άγιοι ιεράρχες. H σύνοδος των ιεραρχών θα αποφασίσει για το χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος. || Οι Tρεις Iεράρχες, ο Mέγας Bασίλειος, ο Iωάννης Xρυσόστομος και ο Γρηγόριος Nαζιανζηνός, επιφανείς θεολόγοι και άγιοι της χριστιανικής θρησκείας.

[λόγ. < ελνστ. ἱεράρχης]

ιεράρχηση η [ierárxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ιεραρχώ, η τακτοποίηση σε μια σειρά που δείχνει προτεραιότητα και αξία: H ~ στόχων / αιτημάτων.

[λόγ. ιεραρχη- (ιεραρχώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...58   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες