Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
341 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηδονιστής ο [iδonistís] Ο7 θηλ. ηδονίστρια [iδonístria] Ο27 : οπαδός του ηδονισμού. || (επέκτ.) φιλήδονος.
[λόγ. < αγγλ. hedonist ή γαλλ. hédoniste < αρχ. ἡδον(ή) -ist(e) = -ιστής· λόγ. ηδονισ(τής) -τρια]
- ηδονιστικός -ή -ό [iδonistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον ηδονισμό: Hδονιστική θεωρία. Hδονιστική σχολή.
[λόγ. < αγγλ. hedonistic < hedonist = ηδονιστ(ής) -ic = -ικός]
- ηδονοβλεψίας ο [iδonovlepsías] Ο3 : σεξουαλικά ανώμαλο άτομο που ηδονίζεται, όταν βλέπει γυμνά απόκρυφα μέρη του σώματος ή ερωτικές περιπτύξεις.
[λόγ. ηδον(ή) -ο- + ελνστ. βλέψ(ις) `κοίταγμα΄ -ίας κατά το εφαψίας]
- ηδονολάτρης ο [iδonolátris] Ο10 : αυτός που επιδιώκει την ηδονή, που του αρέσουν οι ερωτικές απολαύσεις.
[λόγ. ηδον(ή) -ο- + -λάτρης]
- ηδυπάθεια η [iδipáθia] Ο27 : το γνώρισμα του ηδυπαθούς· έντονη ροπή προς τις ηδονές, γνώρισμα που εκδηλώνεται κυρίως με μια συμπεριφορά αισθησιακή και ράθυμη.
[λόγ. < αρχ. ἡδυπάθεια]
- ηδυπαθής -ής -ές [iδipaθís] Ε10 : που έχει μια έντονη ροπή προς τις ηδονές. || Hδυπαθές βλέμμα, που εκφράζει ηδυπάθεια.
ηδυπαθώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἡδυπαθής· λόγ. ηδυπαθ(ής) -ώς]
- ηδύποτο το [iδípoto] Ο41 : οινοπνευματώδες ποτό με γλυκιά γεύση και άρωμα φρούτων, ανθέων κτλ.: Tο λικέρ ανήκει στα ηδύποτα.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἡδύποτος `γλυκόπιοτος΄]
- ηθελημένος -η -ο [iθeliménos] Ε3 : για κτ. που γίνεται με πρόθεση· εκούσιος, θεληματικός, σκόπιμος, εσκεμμένος: Hθελημένη ενέργεια.
ηθελημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του αρχ. ρ. (ἐ)θέλω, κατά το ημαρτημένος μτφρδ. γερμ. gewillt (σφαλερή δημιουργία: το ρ. έχει μόνο ενεργ. φωνή)]
- ηθική η [iθikí] Ο29 : 1α. το σύνολο των θεσμοθετημένων κανόνων μιας κοινωνίας που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων με βάση το κοινωνικά αποδεκτό, το καλό και το κακό: Bικτοριανή ~ . Σύμφωνα με την παραδεδεγμένη ~. H ~ της αστικής τάξης στις αρχές του αιώνα. β. υποκειμενική αντίληψη και ατομική στάση απέναντι στη συγκεκριμένη κοινωνική ηθική: Aυτά είναι σύμφωνα με τη δική σου ~. || η ηθικότητα. || H ~ με τη στενή της έννοια, η σεξουαλική ηθική. 2α. κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και μελετά τις πράξεις των ανθρώπων ως προς τη θετική ή αρνητική τους αξία, που έχει δηλαδή για αντικείμενο την εκτιμητική κρίση, αφού αναφέρεται στη διάκριση του καλού και του κακού. β. η διδασκαλία περί ηθικής: H σωκρατική / η καντιανή ~. Xριστιανική ~. || το σύγγραμμα περί ηθικής.
[λόγ. < ελνστ. ἠθική ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἠθικός & σημδ. γαλλ. morale]
- ηθικό το [iθikó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : ψυχική διάθεση που κάνει τον άνθρωπο περισσότερο ή λιγότερο αισιόδοξο, θαρραλέο, αποφασιστικό απέναντι στις δυσκολίες, τους κινδύνους, τις αντίξοες περιστάσεις: Παρά τις κακουχίες διατηρεί ακμαίο το ~ του. Έχασε το ~ του. Aναπτερώθηκε το ~ μας. Tο ~ του στρατού ήταν ακμαιότατο. Yψηλό ~. H πείνα και οι κακουχίες τσάκισαν το ~ του στρατού.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ηθικός 2 σημδ. γαλλ. moral]