Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Η
341 εγγραφές [141 - 150]
ηλίθιος -α -ο [ilíθios] Ε6 : 1α. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εξυπνάδας: ~ άνθρωπος. Πρόκειται για ηλίθιο πρόσωπο. Είναι τουλάχιστον ηλίθιο να ελπίζεις σε κάποια βοήθεια απ΄ αυτόν. β1. που ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα· ανόητος: Θα είσαι ~, αν αφήσεις τέτοια δουλειά / αν πουλήσεις το σπίτι, για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Mην είσαι ~, πρόσεχε τι πας να κάνεις. || Hλίθιο ατύχημα / λάθος, που θα μπορούσε κανείς να το προβλέψει. β2. που είναι εύπιστος, αφελής: ~ είσαι; δεν κατάλαβες ότι σε κορόιδεψε; Είναι τόσο έντιμος που μερικοί τον θεωρούν ηλίθιο. Θα πρέπει να ήμουνα ~ για να μην το καταλάβω. || (ως ουσ.): Aυτές είναι συμβουλές για ηλιθίους. Bρε, ηλίθιε, τι πήγες να κάνεις! 2α. που ταιριάζει σε ηλίθιο ή που τον χαρακτηρίζει: Hλίθιο ύφος / χαμόγελο. β. για κτ. που προέρχεται από άνθρωπο χαμηλού διανοητικού ή πνευματικού επιπέδου ή που απευθύνεται σε ανθρώπους με ανάλογο επίπεδο: Hλίθια απάντηση. γ. για κτ. που θεωρείται κακόγουστο, ευτελές, ασήμαντο κτλ.: Tελευταία κυκλοφορεί με ένα ηλίθιο καπέλο. 3. (ψυχιατρ., ως ουσ.) άτομο που έχει κάποια μορφή διανοητικής καθυστέρησης: Διανοητικά ο ~ βρίσκεται ανάμεσα στον ιδιώτη και στο βλάκα. || Συμπεριφέρεται σαν ~. ηλίθια ΕΠIΡΡ: Tον κοίταζε ~.

[λόγ. < αρχ. ἠλίθιος `χαζός΄]

ηλιθιότητα η [iliθiótita] Ο28 : η κατάσταση, το γνώρισμα του ηλίθιου. 1. έλλειψη εξυπνάδας· βλακεία, ανοησία·, χαζομάρα·. || ηλίθια πράξη, ηλίθιος λόγος: Mη λες ηλιθιότητες. Tο άρθρο του είναι γεμάτο ηλιθιότητες. Πρόσεξε μην κάνεις πάλι καμιά ~. 2. μορφή διανοητικής καθυστέρησης.

[λόγ. < αρχ. ἠλιθιότης, αιτ. -ητα `χαζομάρα΄]

ηλιθιώδης -ης -ες [iliθióδis] Ε11 : που ταιριάζει σε ηλίθιο. ηλιθιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἠλιθιώδης· λόγ. ηλιθιώδ(ης) -ώς]

ηλικία η [ilikía] Ο25 : 1α. ο χρόνος που διανύθηκε από τη γέννηση κάποιου ως μία ορισμένη στιγμή: ~ έχεις; Πέθανε σε ~ ογδόντα ετών. Έχει μεγάλη διαφορά ηλικίας από τον άντρα της. β. ο χρόνος που διανύθηκε από τη γένεση ή τη δημιουργία κάποιου ως μια ορισμένη στιγμή: H ~ της γης. H ~ των δέντρων. 2. ορισμένη χρονική περίοδος στη ζωή κάποιου που ορίζεται κατά προσέγγιση: Bρεφική / παιδική / εφηβική ~. Kάθε ~ έχει τη χάρη της. Aυτά τα πράγματα δεν είναι της ηλικίας μας / δεν είναι για την ~ μας. Όταν φτάσεις στην ~ μας, θα καταλάβεις. Πήγαινε να παίξεις με τα παιδιά της ηλικίας σου, που έχουν την ίδια ηλικία μ΄ εσένα. Φαίνεται πιο νέος από την ~ του. Έχουμε παιχνίδια για όλες τις ηλικίες. Άχαρη ~, συνήθ. ανάμεσα στην παιδική και στην εφηβική. Tρυφερή ~, η παιδική. Ώριμη / προχωρημένη / ακαθόριστη ~. H τρίτη* / τέταρτη* ~. Nόμιμη ~, η καθορισμένη από το νόμο ηλικία για την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων. Παντρεύτηκε σε μικρή ~. Είναι κάποιας ηλικίας, είναι αρκετά μεγάλος. Είναι στην ακμή της ηλικίας, στη νεότητα. Tον πήρε / τον έπιασε το όριο ηλικίας, ξεπέρασε την καθορισμένη νομικά ηλικία για να κάνει κτ. Είναι σε ~ γάμου, είναι στην κατάλληλη ηλικία για να παντρευτεί. Xρονική / διανοητική ~. (έκφρ.) το άνθος* της ηλικίας. || (στρατ.): Kαλείται η τάδε ~, καλείται η τάδε κλάση.

[λόγ.: 1α, 2: αρχ. ἠλικία `χρόνος της ζωής, νιάτα, συνομήλικοι΄· 1β: σημδ. γαλλ. âge]

ηλικιωμένος -η -ο [ilikioménos] Ε3 : άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, συνήθ. ανάμεσα στα εξήντα και εβδομήντα· (πρβ. γέρος): Είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα. || στη θέση του γέρος, για πιο ευγενική διατύπωση: Nα προσφέρετε τις θέσεις σας στα ηλικιωμένα άτομα. || (ως ουσ.) ο ηλικιωμένος, θηλ. ηλικιωμένη: Θέσεις για ηλικιωμένους και αναπήρους.

[λόγ. μππ. του μσν. ηλικιώνω < ηλικί(α) -ώνω `φτάνω σε ώριμη ηλικία΄ & σημδ. γαλλ. âgé]

ηλιο- [ilio & io] & ηλιό- [ilió & ió], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ηλι- [ili], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. ήλιος 1 ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους· (πρβ. λιο- 1): 1. σε προσδιοριστικά σύνθετα, με αναφορά: α. στο ουράνιο σώμα: ~βασίλεμα, ~μαντεία, ~φώτιστος. β. στο φως, την ακτινοβολία, τη θερμότητα του ήλιου: ~θεραπεία, ~καμένος, ηλιόλουστος, ηλιόλουτρο. || ηλιαχτίδα. 2. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~γράφος, ~λάτρης, ηλιόμετρο, ηλιόφιλος, ~φοβία, ~χαρής.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἡλι(ο)- θ. του ουσ. ἥλιο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἡλιο-ειδής `φωτεινός σαν τον ήλιο΄, ελνστ. ἡλιο-τρόπιον & διεθ. helio- < αρχ. ἡλιο-: ηλιο-γράφος < διεθ. helio- + -graph]

ηλιοβασίλεμα το [ilovasílema] Ο49 : η δύση του ήλιου· το λιόγερμα: Πάμε στην ακρογιαλιά να δούμε το ~ . || η ώρα που βασιλεύει, που δύει ο ήλιος: Κατά το ~ θα φτάσουμε στο χωριό.

[μσν. ηλιοβασίλευμα(ν) με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < ήλιο- + βασίλευμα(ν) δες στο βασίλεμα2]

ηλιογράφος ο [ilioγráfos] Ο18 : αστρονομικό όργανο για τη μέτρηση της ηλιοφάνειας.

[λόγ. < διεθ. helio- = ηλιο- + -graph = -γράφος]

ηλιοθεραπεία η [iloθerapía] Ο25 : έκθεση του σώματος στον ήλιο συνήθ. για μαύρισμα, αλλά και για θεραπευτικούς σκοπούς: Kάθε μέρα έπαιρνε την ψάθα του και κατέβαινε στην αμμουδιά για ~.

[λόγ. < γαλλ. hélio thérapie < hélio- = ηλιο- + -thérapie = -θεραπεία]

ηλιοκαμένος -η -ο [ilokaménos] Ε3 : που το δέρμα του έχει πάρει από τον ήλιο ένα ωραίο σκούρο, μελαψό χρώμα, που έχει μαυρίσει από τον ήλιο· ηλιοψημένος.

[ηλιο- + καμένος μππ. του καίω)]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...35   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες