Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
466 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδεής -ής -ές [enδeís] Ε10 : (λόγ.) που στερείται τα αναγκαία· φτωχός, άπορος.
[λόγ. < αρχ. ἐνδεής]
- ένδεια η [énδia] Ο27 : (λόγ.) 1. η μη ύπαρξη, η απουσία πραγμάτων που είναι αναγκαία (παντελώς ή σε επαρκή ποσότητα)· έλλειψη ή ανεπάρκεια: Παντελής / πλήρης ~. ~ χρημάτων / οικονομικών πόρων. || (μτφ.): ~ επιχειρημάτων. ~ νέων προτάσεων. Πνευματική ~. 2. φτώχεια, ανέχεια: Bρίσκεται σε έσχατη ~, δεν έχει τα προς το ζην, είναι πάμφτωχος.
[λόγ. < αρχ. ἔνδεια]
- ενδείκνυμαι [enδíknime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μππ. ενδεδειγμένος* : για ό,τι υποδεικνύεται ή επιβάλλεται να γίνει, να χρησιμοποιηθεί κτλ. ως κατάλληλο ή καταλληλότερο για την επιτυχία ενός αποτελέσματος ή στόχου. ANT αντενδείκνυμαι: Για την αντιμετώπιση του προβλήματος ενδείκνυται η λήψη αυστηρών μέτρων, πρέπει, επιβάλλεται να ληφθούν. Όλες οι μέθοδοι δεν ενδείκνυνται το ίδιο για όλες τις περιπτώσεις, δεν είναι το ίδιο κατάλληλες. Ποιες αλλαγές ενδείκνυνται;, πρέπει να γίνουν. || (συνήθ. ιατρ.): Tο φάρμακο ενδείκνυται κατά της γρίπης, είναι κατάλληλο για την αντιμετώπισή της. Σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις ενδείκνυται χειρουργική επέμβαση. || (απρόσ.): Ενδείκνυται να καταφύγει σε ειδικό για να λύσει το πρόβλημά του.
[λόγ. < αρχ. ἐνδείκνυμαι `δείχνω, εκθέτω΄ σημδ. γαλλ. indiquer]
- ενδεικνύομαι [enδikníome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (σπάν.) ενδείκνυμαι.
[λόγ. < ενδείκνυμαι με μεταπλ. κατά το δείκνυμι > δεικνύω, -ομαι]
- ενδεικτικός -ή -ό [enδiktikós] Ε1 : 1.για ό,τι παρέχει ενδείξεις, υποδεικνύει, υποδηλώνει ή φανερώνει κτ.: Ενδεικτικά στοιχεία / φαινόμενα. ~ πίνακας. Ενδεικτική λυχνία. Tο γεγονός ότι αποφεύγει το διάλογο είναι ενδεικτικό της αδυναμίας του να αντικρούσει τις κατηγορίες. 2. (ως ουσ.) το ενδεικτικό, σχολικό έγγραφο που πιστοποιεί ότι ο μαθητής κρίθηκε ικανός να εγγραφεί στην επόμενη τάξη: Ενδεικτικό πρώτης δημοτικού.
ενδεικτικά & (λόγ.) ενδεικτικώς ΕΠIΡΡ ως χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ενδεικτικώς θα αναφέρω μία μόνο περίπτωση. [λόγ. < ελνστ. ἐνδεικτικός (στη σημ. 1)· λόγ. < ελνστ. ἐνδεικτικῶς]
- ένδειξη η [énδiksi] Ο33 : α.οτιδήποτε (γεγονός, περιστατικό, πράξη, φαινόμενο κτλ.) μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κτ. είναι πιθανό να έγινε ή να γίνει: Yπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι το εγχείρημα θα πετύχει. || (με γεν.): Σε ~ καλής θελήσεως / φιλίας. Σε / εις ~ διαμαρτυρίας αποχώρησε από τη συνεδρίαση, για να δείξει, να τονίσει ότι διαμαρτύρεται, ότι αποδοκιμάζει. || (νομ.): Yπάρχουν πολλές ενδείξεις για την ενοχή τους αλλά καμία απόδειξη. Xωρίς την παραμικρή ~. (έκφρ.) αποχρώσες* ενδείξεις. β. για όργανο, μετρητή, συσκευή κτλ., καθεμία από τις διαβαθμίσεις που είναι σημειωμένες και δίνουν πληροφορίες για τη λειτουργία του: Στην ~ "3" η συσκευή βγάζει θερμό αέρα. Οι ενδείξεις του βαρομέτρου / του θερμομέτρου. || το αποτέλεσμα της μέτρησης που παίρνουμε από ένα όργανο, ένα μετρητή, μια συσκευή κτλ.: H ~ του μετρητή μάς υποχρεώνει να σταματήσουμε τη λειτουργία της συσκευής. γ. (ιατρ.) εκδήλωση που επιβάλλει την εφαρμογή ορισμένης ιατρικής πράξης, θεραπείας, αγωγής. ANT αντένδειξη.
[λόγ. < αρχ. ἔνδειξις (-σις > -ση)]
- ένδεκα [énδeka] αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) έντεκα.
[λόγ. < αρχ. ἕνδεκα (προφ. [nd] )]
- ενδεκα- [enδeka] & εντεκα- [endeka] & ενδεκά- [enδeká] ή εντεκά- [ende ká], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει έντεκα από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μελής, ~σύλλαβος, εντεκάτομος, ενδεκάχορδος. β. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί έντεκα συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ετής, εντεκαήμερος· εντεκάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία έντεκα χρόνων. γ. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται έντεκα φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· ~πλάσιος, εντεκαπλασιάζω.
[λόγ. < αρχ. ἑνδεκα- (προφ. [nd] ) < αριθμτ. ἕνδεκα ως α' συνθ.: αρχ. ἑνδεκά-μηνος `έντεκα μηνών΄, ελνστ. ἑνδεκα-σύλλαβος· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το ένδεκα > έντεκα]
- ενδεκαπλασιάζω [enδekaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. έντεκα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο.
[λόγ. ενδεκαπλάσι(ος) -άζω]
- ενδεκαπλασιασμός ο [enδekaplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια του ενδεκαπλασιάζω, αύξηση κατά έντεκα φορές.
[λόγ. ενδεκαπλασιασ- (ενδεκαπλασιάζω) -μός]