Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
466 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ένδυση η [énδisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του ενδύω και η ενδυμασία· ντύσιμο: Επίσημη ~. Είδη ένδυσης.
[λόγ. < ελνστ. ἔνδυ(σις) -ση (διαφ. το αρχ. ἔνδυσις `είσοδος΄)]
- ενδύω [enδío] -ομαι Ρ9 αόρ. ενέδυσα, απαρέμφ. ενδύσει, μππ. ενδεδυμένος : (λόγ.) ντύνω. ANT εκδύω. || (παθ.) ντύνομαι. || Ενδύομαι κτ., φορώ.
[λόγ. < αρχ. ἐνδύω (δες ντύνω)]
- ενέδρα η [enéδra] Ο25 : α.η ενέργεια του ενεδρεύω· καρτέρι: Στήνω ~ σε κπ., στήνω καρτέρι. β. ομάδα των ατόμων που ενεδρεύουν: Έπεσαν σε εχθρική ~ και αποδεκατίστηκαν. Aλλάζαμε διαρκώς πορεία, για να αποφύγουμε τις ενέδρες του εχθρού.
[λόγ. < αρχ. ἐνέδρα]
- ενεδρεύω [eneδrévo] Ρ5.1α : 1.κρύβομαι κάπου και περιμένω να περάσει ο εχθρός, για να του επιτεθώ αιφνιδιαστικά· στήνω καρτέρι, παραμονεύω: Πίσω από τα δέντρα ενεδρεύουν στρατιώτες του εχθρού, έχουν στήσει ενέδρα. 2. περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να ενεργήσω εναντίον κάποιου· παραμονεύω, ελλοχεύω, καραδοκώ. || (μτφ.): Ενεδρεύει ο κίνδυνος να γίνει κτ., κρύβεται απειλητικός ο κίνδυνος να γίνει κτ.
[λόγ. < αρχ. ἐνεδρεύω]
- ένεκα [éneka] πρόθ. : χρησιμοποιείται για δήλωση συνήθ. αναγκαστικού αιτίου, και σπανιότερα τελικού· (πρβ. ένεκεν). 1. (σε λόγια χρήση, με γενική) εξαιτίας, λόγω: Kαθυστέρησαν ~ της κακοκαιρίας. 2. (λαϊκ.) α. (με ονομ.) εξαιτίας, λόγω: Mε ξεγέλασαν ~ η καλοσύνη μου. β. ~ που, για το λόγο ότι, επειδή: Θύμωσε, ~ που τον προσβάλανε.
[λόγ. < αρχ. ἕνε κα]
- ένεκεν [éneken] πρόθ. : χρησιμοποιείται για δήλωση του αιτίου, συνήθ. στη λόγια έκφραση ~ τιμής ή τιμής ~, για να δηλωθεί ότι μια προσφορά, απονομή κτλ. γίνεται για έκφραση τιμής, εκτίμησης.
[λόγ. < αρχ. ἕνεκεν `επειδή, εξαιτίας΄ & σημδ. λατ. honoris causa `από σεβασμό΄]
- ενενήκοντα [eneníkonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) ενενήντα.
[λόγ. < αρχ. ἐνενήκοντα]
- ενενηκονταετής -ής -ές [enenikondaetís] Ε10 : (λόγ.) ενενηντάχρονος. α. που έχει διάρκεια ενενήντα ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) ενενήντα ετών.
[λόγ. < ελνστ. ἐνενηκονταετής]
- ενενηκονταετία η [enenikondaetía] Ο25 : χρονική περίοδος ενενήντα ετών.
[λόγ. ενενηκονταετ(ής) -ία κατά το εβδομηκονταετία]
- ενενηκοντούτης ο [enenikondútis] θηλ. ενενηκοντούτις [enenikondútis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία ενενήντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) ενενηντάχρονος, ενενηκονταετής: ~ γέρος.
[λόγ. < ελνστ. ἐνενηκοντούτης· λόγ. ενενηκοντούτ(ης) -ις]