Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενθύμηση η [enθímisi] Ο33 : 1.(λόγ.) α. το να θυμάται κάποιος κτ.: H ~ των τραγικών γεγονότων. β. (συνήθ. στον πληθ.) ό,τι θυμάται κάποιος, ανάμνηση: Γλυκιά ~. Ενθυμήσεις από τα χρόνια του πολέμου. 2. (φιλολ.) πρόχειρη σημείωση στο περιθώριο χειρογράφου με την οποία ο συγγραφέας ή ο αντιγραφέας θέλει να διατηρήσει την ανάμνηση ενός αξιομνημόνευτου γεγονότος.
[λόγ. < αρχ. ἐνθύμη(σις) `εκτίμηση, έννοια, ανησυχία΄ -ση σημδ. νεοελλ. θύμηση]