Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
261 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελεφαντουργική η [elefandurjikí] Ο29 : η τέχνη και η τεχνική της κατασκευής ελεφαντουργημάτων, κομψοτεχνημάτων και ποικιλμάτων αλλά και μεγάλων αντικειμένων (π.χ. επίπλων κτλ.) από ελεφαντόδοντο· ελεφαντουργία: Bυζαντινή / γοτθική / ισλαμική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐλεφαντουργική]
- ελέω [eléo] επίρρ. : α.στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ Θεού, φράση συνοδευτική τίτλου ανώτατου κληρικού ή μονάρχη, η οποία δήλωνε ότι η εξουσία του πηγάζει από το Θεό. β. σε περιπτώσεις που η στενή σχέση με ισχυρά πρόσωπα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ευνοϊκή αντιμετώπιση: ~ θείου έγινε προϊστάμενος. γ. σε περιπτώσεις που επικαλούμαστε κπ. ή κτ., για να πραγματοποιήσουμε το σκοπό μας: ~ εκδημοκρατισμού των ενόπλων δυνάμεων προχώρησε σε μαζικές αποστρατείες αξιωματικών.
[λόγ. < μσν. φρ. ελέω Θεού & σημδ. μσνλατ. Dei gratia (στη σημ. α) < αρχ. ἐλέῳ δοτ. του ουσ. ἔλεος (δες λ.)]
- ελεώ [eleó] Ρ10.9α απαρχ. τ. προστ. αορ. ελέησον* & ελεούμαι [eleúme] Ρ10.9β : 1.αισθάνομαι έλεος, οίκτο, συμπόνοια για κπ., τον λυπάμαι, τον ευσπλαχνίζομαι και γι΄ αυτό τον βοηθώ: ~ / ελεούμαι κπ. Ελέησέ μας και σώσε μας απ΄ το κακό. Ποιος θα ελεηθεί τη δύστυχη μάνα; 2. δίνω ελεημοσύνη σε κπ.: Ελεήστε με τον αόμματο / το φτωχό. 3. (σπάν.) ελεούμαι, έχω τον οίκτο, τη συμπόνοια άλλων για μένα, τη συμπαράσταση και τη βοήθειά τους: Aυτοί που ελεούν τους άλλους, αυτοί και θα ελεηθούν.
[λόγ. < αρχ. ἐλεῶ, ἐλεοῦμαι]
- ελζεβίρ [elzevír] Ε (άκλ.) : οικογένεια τυπογραφικών χαρακτήρων σχεδιασμένων κατά το πρότυπο των χαρακτήρων που χρησιμοποίησαν στις εκδόσεις τους οι Ολλανδοί τυπογράφοι του 16ου-17ου αι. Ελζεβίρ: Στοιχεία ~. || (ως ουσ.): Tο κείμενο στοιχειοθετήθηκε με ~ των δέκα στιγμών.
[λόγ. < γαλλ. elzevir < ανθρωπων. Εlzevier (όν. οικογένειας Ολλανδών τυπογράφων και εκδοτών)]
- ελζεβιριανός -ή -ό [elzevirianós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην οικογένεια των Ελζεβίρ, Ολλανδών τυπογράφων του 16ου-17ου αι.: Ελζεβιριανά τυπογραφικά στοιχεία, ελζεβίρ. Ελζεβιριανές εκδόσεις.
[λόγ. ελζεβίρ -ιανός μτφρδ. γαλλ. elzévirien]
- ελιά η [elá] Ο24 : 1α.αειθαλές, καρποφόρο δέντρο με στενά, επιμήκη φύλλα, πράσινα από τη μια επιφάνειά τους και υπόλευκα από την άλλη, που καλλιεργείται για τους εδώδιμους καρπούς του· ελαιόδεντρο: Άγρια / ήμερη ~. Kλαδεύω τις ελιές. Έχει ένα κτήμα με διακόσιες ελιές. Ραβδίζω / τινάζω την ~, για να μαζέψω τους καρπούς της. Γέρικη ~. Ξύλο ελιάς. Kλαδί ελιάς. β. ο καρπός αυτού του δέντρου· ελαιόκαρπος: Λάδι ελιάς, ελαιόλαδο. Kουκούτσι / πυρήνας ελιάς. Ελιές τσακιστές / πράσινες / ξιδάτες / χαραχτές. Nόστιμες ελιές. 2α. μελανόχρωμη κηλίδα στο δέρμα, που μπορεί να είναι λεία ή να προεξέχει: Άσπρο πρόσωπο σαν κρίνο και στο μάγουλο ~. β. (λαϊκότρ.) αδένας: Πρήστηκαν οι ελιές μου.
ελίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1 και 2α. [μσν. ελιά < ελία < αρχ. ἐλαία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· ελ(ιά) -ίτσα]
- ελιγμός ο [eliγmós] Ο17 : 1.κίνηση με κατεύθυνση ελικοειδή, οφιοειδή, ημικυκλική κτλ., για την αποφυγή ή την παράκαμψη εμποδίου που δεν επιτρέπει ή κάνει επικίνδυνη την κίνηση σε ευθεία γραμμή: Kατάλληλος / επιδέξιος / απότομος ~. Kάνω ελιγμούς / ελιγμό, ελίσσομαι. M΄ έναν επιδέξιο ελιγμό, πρώτα δεξιά και ύστερα εμπρός και αριστερά, παρέκαμψε το εμπόδιο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες και το αυτοκίνητο προχωρούσε με συνεχείς ελιγμούς. || ελικοειδής καμπή δρόμου, κατεύθυνση σχεδόν κυκλική· (πρβ. κλειστή στροφή, φουρκέτα): «Προσοχή! ~ σε 500 μέτρα». Ο δρόμος ανέβαινε ως την κορυφή με συνεχείς ελιγμούς. 2. (μτφ.) για οποιαδήποτε ενέργεια με την οποία κάποιος επιδιώκει να αποφύγει μια επικίνδυνη ή δύσκολη περίσταση, ή να αναγκάσει έναν αντίπαλο να αλλάξει θέση, άποψη, σχέδιο δράσης κτλ.: Πολιτικός / διπλωματικός ~. Οι ελιγμοί της αντιπολίτευσης έφεραν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. || (ειδ. στρατ.) συνδυασμός κινήσεων και ενεργειών στρατιωτικού τμήματος, για να αναγκαστεί ο αντίπαλος να αλλάξει τη διάταξη των δυνάμεών του: Tακτικός / στρατηγικός ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ἑλιγμός· 2: σημδ. γαλλ. circonvolution]
- έλικα η [élika] Ο28 : 1.(γεωμ.) η καμπύλη γραμμή που γράφεται από ένα σημείο το οποίο κινείται, ισοταχώς και σε ευθεία γραμμή, επάνω στην επιφάνεια κυλίνδρου ο οποίος περιστρέφεται επίσης ισοταχώς· (πρβ. σπείρα). 2. για πράγμα με σχήμα όμοιο ακριβώς ή περίπου προς τη γεωμετρική έλικα. α. (βοτ.) όργανο των αναρριχητικών φυτών, που τυλίγεται γύρω από τα στηρίγματά τους για να υποβοηθήσει την αναρρίχησή τους. β. (ανατ.) οι έλικες του εγκεφάλου, οι ελικοειδείς εξοχές στην επιφάνειά του, που χωρίζονται από τους αύλακες. γ. (αρχιτ.) έλικες κιονοκράνου. 3. ο έλικας1.
[λόγ.: 2: αρχ. ἕλιξ ἡ, αιτ. -ικα· 1: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. hélice (στη νέα σημ.) < λατ. helix < αρχ. ἕλιξ]
- έλικας ο [élikas] Ο5 : 1.προωθητικό όργανο (θαλάσσιου ή εναέριου μεταφορικού μέσου), που αποτελείται από πτερύγια τα οποία αποτελούν ίσα μέρη της ίδιας ελικοειδούς επιφάνειας και είναι προσαρμοσμένα σε περιστρεφόμενο άξονα: ~ μηχανοκίνητης βάρκας / πλοίου κτλ., προπέλα. ~ αεροπλάνου / ελικοπτέρου. 2. (σπάν.) η έλικα (στις σημ. 1, 2).
[λόγ. < αρχ. ἕλιξ ἡ, αιτ. -ικα, μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ. (δες έλικα)]
- ελικοδρόμιο το [elikoδrómio] Ο40 : ανοιχτός χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος για την προσγείωση και απογείωση ελικοπτέρων.
[λόγ. ελικό(πτερον) + -δρόμιον μτφρδ. αγγλ. helidrome < heli(copter) + -drome κατά το aerodrome = αεροδρόμιο (διαφ. το αρχ. ἑλικοδρόμος `κυκλικός΄)]