Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκκρεμότητα η [ekremótita] Ο28 : 1. η κατάσταση εκείνου που είναι εκκρεμής, που εκκρεμεί: Aφήνω κτ. σε ~, δε δίνω οριστική λύση ή δεν παίρνω ακόμη οριστική απόφαση γι΄ αυτό. Πόσο θα κρατήσει ακόμη αυτή η ~; Είμαι / βρίσκομαι σε ~. 2. για υποθέσεις, ζητήματα κτλ. που είναι εκκρεμή, που εκκρεμούν: Έφυγε, αφήνοντας κάποιες οικονομικές εκκρεμότητες. Έχω κάποια μικρή ~ να τακτοποιήσω. Πολιτικές εκκρεμότητες.
[λόγ. εκκρεμ(ής) -ότης > -ότητα]