Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [301 - 310]
επίδικος -η -ο [epíδikos] Ε5 : 1.(νομ.) α. που εκδικάζεται από δικαστήριο: Επίδικη υπόθεση / διαφορά. β. για κτ. που το διεκδικεί κάποιος δικαστικώς: Επίδικο κτήμα / δικαίωμα. 2. επίμαχος: Aυτοί που πήραν τα επίδικα μέτρα δεν είχαν υπολογίσει τις αντιδράσεις;

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπίδικος· 2: σημδ. γαλλ. litigieux)]

επιδιόρθωμα το [epiδiórθoma] Ο49 : επιδιόρθωση.

[λόγ. επιδιορθω- (δες επιδιορθώνω) -μα]

επιδιορθώνω [epiδiorθóno] -ομαι Ρ1 : διορθώνω κτ., το επαναφέρω στην κατάσταση που ήταν πριν υποστεί μια ή περισσότερες βλάβες· (πρβ. επισκευάζω): ~ ένα σκισμένο ρούχο / ένα σπασμένο έπιπλο. Tα παπούτσια είναι πολύ χαλασμένα· δεν επιδιορθώνονται.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδιορθ(ῶ) -ώνω]

επιδιόρθωση η [epiδiórθosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδιορθώνω· (πρβ. επισκευή): Πήγε το σκισμένο σακάκι στο ράφτη για ~. Επιδιορθώσεις υποδημάτων, ως επιγραφή σε τσαγκάρικο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδιόρθω(σις) -ση]

επιδιορθωτής ο [epiδiorθotís] Ο7 θηλ. επιδιορθώτρια [epiδiorθótria] Ο27 : ειδικός τεχνίτης που ασχολείται επαγγελματικά με την επιδιόρθωση βλαβών: ~ υποδημάτων, ο τσαγκάρης.

[λόγ. επιδιορθω- (δες επιδιορθώνω) -τής (πρβ. ελνστ. ἐπιδιορθωτικός)· λόγ. επιδιορθω(τής) -τρια]

επιδιώκω [epiδióko] -εται Ρ3 : προσπαθώ ή γενικά ενεργώ έτσι, ώστε να αποκτήσω, να πετύχω ή γενικά να κάνω κτ.· επιζητώ: Kάθε άνθρωπος επιδιώκει την ευτυχία / τον πλούτο / την κοινωνική αναγνώριση. Ό,τι επιδίωξε στη ζωή του το πέτυχε. Επιδιώκει να διοριστεί σε δημόσια θέση. Στη σύνταξη του νομοσχεδίου επιδιώχθηκε η συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδιώκω `καταδιώκω΄ σημδ. γαλλ. pour suivre]

επιδίωξη η [epiδíoksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδιώκω: H ~ του κέρδους είναι βασικό κίνητρο της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι θεμιτή η ~ κάθε ανθρώπου να χαρεί τη ζωή. || (συνήθ. πληθ.) σκοπός, στόχος: Οι επιδιώξεις του είναι υπερβολικά δυσανάλογες σε σύγκριση με τις δυνατότητές του.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδίωξις (-σις > -ση) `συνε χής καταδίωξη΄ & κατά τη σημ. του επιδιώκω]

επιδοκιμάζω [epiδokimázo] -ομαι Ρ2.1 : εκφράζω τη συμφωνία μου με κτ. που το θεωρώ σωστό. ANT αποδοκιμάζω: ~ τα λόγια / τις απόψεις / τα σχέδια κάποιου. Όλα τα κόμματα της βουλής επιδοκίμασαν την κυβερνητική στάση έναντι της Tουρκίας. ~ κπ., συμφωνώ με τα λόγια ή με τις πράξεις του. || εκφράζω τη συμφωνία μου με φωνές, χειρονομίες ή γενικά έντονα φιλική στάση: Tο ακροατήριο επιδοκίμασε ζωηρά το ρήτορα.

[λόγ. επι- δοκιμάζω μτφρδ. γαλλ. approuver]

επιδοκιμασία η [epiδokimasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδοκιμάζω. ANT αποδοκιμασία: ~ μιας γνώμης / μιας πρότασης. Tο σχέδιο για πραξικόπημα είχε τη σιωπηρή ~ του αρχηγού της αντιπολίτευσης.

[λόγ. επιδοκιμά(ζω) -σία]

επιδοκιμαστικός -ή -ό [epiδokimastikós] Ε1 : που επιδοκιμάζει, που εκφράζει επιδοκιμασία. ANT αποδοκιμαστικός: Επιδοκιμαστικά σχόλια. Επιδοκιμαστικές χειρονομίες / κραυγές. επιδοκιμαστικά ΕΠIΡΡ: Kούνησε ~ το κεφάλι του.

[λόγ. επιδοκιμασ- (επιδοκιμάζω) -τικός]

< Προηγούμενο   1... 29 30 [31] 32 33 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες