Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε*
4.226 εγγραφές [4091 - 4100]
εφεκτικότητα η [efektikótita] Ο28 : η ιδιότητα του εφεκτικού, επιφυλακτικότητα.

[λόγ. εφεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]

εφελκίδα η [efelkíδa] Ο26 : (ιατρ.) κρούστα που σχηματίζεται σε πληγή· κακάδι.

[λόγ. < ελνστ. ἐφελκίς, αιτ. -ίδα]

εφελκυσμός ο [efelkizmós] Ο17 : (μηχαν.) η ενέργεια δύο ίσων και αντίθετων δυνάμεων επάνω σε ένα σώμα, που τείνουν να αυξήσουν το μήκος του: Aντοχή ενός υλικού στον εφελκυσμό. Kαταπόνηση από εφελκυσμό. Δίνω σε ένα μέταλλο τη μορφή του σύρματος με τη μέθοδο του εφελκυσμού.

[λόγ. < ελνστ. ἐφελκυσμός `τράβηγμα΄ σημδ. γαλλ. traction]

εφελκυστικός -ή -ό [efelkistikós] Ε1 : (στην αρχ. ελλην. γραμμ.) εφελκυστικό ν, ευφωνικό ν.

[λόγ. < ελνστ. ἐφελκυστικός]

εφεξής [efeksís] επίρρ. : 1.(λόγ.) α. (τοπ.) για κτ. που ακολουθεί μια συνεχή σειρά, που διαδέχεται το ένα μετά το άλλο: …από τη σελίδα δέκα και ~. β. (χρον.) από τώρα / τότε και μετά συνεχώς, στο εξής: ~ θα ισχύουν οι νέες διατάξεις. 2. (μαθημ.) ~ γωνίες, που έχουν την κορυφή και μία πλευρά κοινή. ~ αριθμοί, που διαφέρουν κατά μία μονάδα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐφεξῆς· 2: σημδ. γαλλ. adjacent]

έφεση 1 η [éfesi] Ο33 : ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται η επανεξέταση σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο (εφετείο) μιας υπόθεσης που εκδικάστηκε σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο και του οποίου η απόφαση δεν είναι τελεσίδικη: Οι καταδικασθέντες άσκησαν / έκαναν ~. Ο εισαγγελέας άσκησε ~ κατά της αθωωτικής απόφασης. H υπόθεση δικάζεται κατ΄ έφεσιν. H άσκηση έφεσης δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα.

[λόγ. < ελνστ. ἔφε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ρίξιμο΄]

έφεση 2 η : επιθυμία, διάθεση να ασχοληθεί κάποιος με κτ., για το οποίο υπάρχει συνήθ. και η ανάλογη κλίση, ικανότητα: Έχει μεγάλη ~ για τη μουσική / για τα γράμματα.

[λόγ. < αρχ. ἔφε(σις) -ση]

εφεσιβάλλω [efesiválo] -εται Ρ (συνήθ. στον ενεστ.) : (νομ.) ~ μια πρωτόδικη απόφαση, την προσβάλλω και την εισάγω σε ανώτερο (δευτεροβάθμιο) δικαστήριο.

[λόγ. έφεσι(ς) 1 + βάλλω μτφρδ. γαλλ. interjeter appel]

εφεσίβλητος -η -ο [efesívlitos] Ε5 : (νομ.) για αντίδικο ή για απόφαση, εναντίον της οποίας έχει ασκηθεί ή μπορεί να ασκηθεί έφεση.

[λόγ. εφεσι(βάλλω) -βλητος κατά το σχ.: αρχ. βάλλω - βλητός `χτυπημένος΄]

εφέσιμος -η -ο [efésimos] Ε5 : (νομ.) για απόφαση εναντίον της οποίας μπορεί να ασκηθεί έφεση, που υπόκειται σε έφεση.

[λόγ. < αρχ. ἐφέσιμος κρίσις]

< Προηγούμενο   1... 408 409 [410] 411 412 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες