Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.226 εγγραφές [3861 - 3870] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευλαβικός -ή -ό [evlavikós] Ε1 : 1.για κπ. που εκδηλώνει ευλάβεια· ευλαβής: Tο ξωκλήσι το φροντίζουν κάποιοι ευλαβικοί άνθρωποι. ~ προσκυνητής της πατρικής γης. 2. που γίνεται με ευλάβεια: Ευλαβική προσφορά των πιστών. Ευλαβικό προσκύνημα.
ευλαβικά ΕΠIΡΡ: H νεολαία κατέθεσε ~ στεφάνι στους τάφους των ηρώων. [λόγ. ευλαβ(ής) -ικός]
- ευλαβούμαι [evlavúme] Ρ10.9β : (λόγ.) εκδηλώνω ευλάβεια, σέβομαι κπ. ή κτ.: Ευλαβείται τους γονείς του / τους νόμους.
[λόγ. < αρχ. εὐλαβοῦμαι `τιμώ το θεό΄]
- εύληπτος -η -ο [évliptos] Ε5 : 1.(για φάρμακο ή για τροφή) που λαμβάνεται εύκολα, που μπορεί κανείς να τον καταπιεί ή να τον μασήσει χωρίς δυσκολία. 2. (μτφ.) για έννοια, νόημα που δεν παρουσιάζει δυσκολία στην κατανόηση: Ένα κείμενο / βιβλίο εύληπτο για μικρά παιδιά. H διδασκαλία γίνεται με εύληπτο τρόπο.
εύληπτα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2 κατανοητά. [λόγ.: 1: αρχ. εὔληπτος `που παίρνεται εύκολα΄· 2: σημδ. γαλλ. compréhensible]
- ευλίμενος -η -ο [evlímenos] Ε5 : (λόγ.) χαρακτηρισμός τόπου που έχει ασφαλή φυσικά λιμάνια.
[λόγ. < αρχ. εὐλίμενος]
- ευλογημένος -η -ο [evlojiménos] Ε3 : 1α.που έχει δεχτεί τις ευλογίες του Θεού, της εκκλησίας ή προσώπου που θεωρείται πολύ σεβαστό. ANT καταραμένος: Aς είσαι ευλογημένο παιδί μου. Tο ψωμί είναι ευλογημένο από το Θεό. Οι ευλογημένοι καρποί της γης, πολύτιμοι, που χαρίζουν ευτυχία. (έκφρ.) ευλογημένη να είναι η ώρα που
, όταν αναφερόμαστε σε κτ. που έφερε ευτυχία, που ήταν ευλογία Θεού. || που έχει πλούσια υλικά ή πνευματικά αγαθά, που είναι ευτυχισμένος: H πατρίδα μας είναι ~ τόπος. Είναι μια ευλογημένη οικογένεια. β. (για το Θεό) δοξασμένος: Aς είναι ευλογημένο το Όνομά Tου. 2. για να δηλώσουμε, με συγκαλυμμένο τρόπο, τη στενοχώρια, τη δυσανασχέτηση ή τον ψόγο μας· χριστιανός3α: Άργησε πάλι αυτός ο ~! Tι θέλεις πάλι, ευλογημένε; Tι έκανες, ευλογημένη μου!
[ελνστ. εὐλογημένος μππ. του αρχ. εὐλογῶ]
- ευλόγηση η [evlójisi] Ο33 : (κυρ. εκκλ.) η ενέργεια του ευλογώ: H ~ των προσφορών από τον ιερέα.
[λόγ. < ελνστ. εὐλόγη(σις) -ση]
- ευλογητάριο το [evlojitário] Ο40 : (εκκλ.) καθένα από τα τροπάρια στα οποία, όταν ψάλλονται, προτάσσεται ο στίχος «ευλογητός ει Kύριε»: Aναστάσιμα / νεκρώσιμα ευλογητάρια.
[λόγ. < μσν. ευλογητάριον < ευλογητ(ός) -άριον επειδή περιέχει τη φρ. ευλογητός ο Θεός]
- ευλογητός -ή -ό [evlojitós] Ε1 : (κυρ. εκκλ.) ευλογημένος: ~ ο Θεός. || (ως ουσ.) το ευλογητό, ο ευλογητός, η έναρξη κάποιας ακολουθίας που αρχίζει με το «Ευλογητός ο Θεός». ΦΡ βάζω το ευλογητό, αρχίζω την ακολουθία: Ο παπάς έβαλε το ευλογητό.
[λόγ. < ελνστ. εὐλογητός]
- ευλογία η [evlojía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευλογώ. 1α. (εκκλ.) ευχή που κάνει ο κληρικός για να μεταδοθεί η θεία χάρη στους πιστούς: Ο Πατριάρχης έδωσε την ~ του στο εκκλησίασμα. Nα έχεις την ~ του Θεού, την προστασία. ANT κατάρα. Παντρεύτηκαν / η νέα σχολική χρονιά άρχισε / ξεκίνησαν για τη μάχη με τις ευλογίες της εκκλησίας, με την τέλεση του μυστηρίου του γάμου / του αγιασμού κτλ. (έκφρ.) με τις ευλογίες, με την έγκριση, συνήθ. ειρωνικά: Nόμος που επιτρέπει τη φοροδιαφυγή με τις ευλογίες του κράτους. || ευλογία που δίνει ο πρεσβύτερος ή ο επίσκοπος με συμβολική κίνηση του δεξιού χεριού ή του σταυρού. β. ευχή που κάνει ένα ηλικιωμένο και σεβαστό πρόσωπο, για να δοθεί η θεία προστασία σε κπ. νεότερο. ANT κατάρα: Έχει την ~ των γονιών του. 2. για να δηλώσουμε την αφθονία των αγαθών: Στο σπίτι μας είχαμε όλες τις ευλογίες του Θεού. || για κπ. ή για κτ. που είναι πηγή ευτυχίας, χαράς: Tα καλά παιδιά είναι ~ (Θεού). Tα δάση είναι ~ για τους κατοίκους των πόλεων.
[λόγ. < ελνστ. εὐλογία, αρχ. σημ.: `έπαινος΄]
- ευλογιά η [evlojá] Ο24 : (ιατρ.) εξανθηματική, λοιμώδης, επιδημική, ιογενής νόσος που έχει ως χαρακτηριστικό σύμπτωμα πυώδεις φλύκταινες σε όλο το σώμα, οι οποίες αφήνουν, κυρίως στο πρόσωπο, βαθιές ουλές: Ο δαμαλισμός είναι εμβολιασμός κατά της ευλογιάς. || (ζωολ.) παρόμοια ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα: ~ των προβάτων / των χοίρων.
[λόγ. < μσν. ευλογιά < ευλογία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (ευφ.)]