Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δ
2.121 εγγραφές [1991 - 2000]
δυσκολο- [δiskolo] & δυσκολό- [δiskoló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα που έχουν ως β' συνθετικό κυρίως ρηματικό επίθετο σε -τος· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο δύσκολα μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που συνεπάγεται το β' συνθετικό· (πρβ. δυσ-). ANT ευκολο-: ~απόδειχτος, ~βάσταχτος, δυσκολόβρετος, ~γιάτρευτος, ~διάβαστος, ~πρόφερτος, ~πέραστος, ~ταίριαστος, ~χώνευτος. || δυσκολόγεννος, δυσκολόπιστος, που δύσκο λα γεννά, πιστεύει.

[θ. του επιθ. δύσκολ(ος) -ο-]

δυσκολοαπόδειχτος -η -ο [δiskoloapóδixtos] & δυσκολοαπόδεικτος -η -ο [δiskoloapóδiktos] Ε5 : για κτ. που αποδεικνύεται δύσκολα. ANT ευκολοαπόδειχτος.

[λόγ. δυσκολο- + αποδεικ- (αποδεικνύω) -τος και με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

δυσκολονόητος -η -ο [δiskolonóitos] Ε5 : δυσνόητος. ANT ευκολονόητος.

[λόγ. δυσκολο- + νοητ(ός) -ος]

δυσκολόπιστος -η -ο [δiskolópistos] Ε5 : δύσπιστος. ANT ευκολόπιστος.

[δυσκολο- + πισ(τεύω) -τος (πρβ. μσν. δυσκολόπιστος `δύσκολα πιστευτός΄)]

δυσκολοπρόφερτος -η -ο [δiskoloprófertos] Ε5 : για φθόγγο ή για λέξη που προφέρεται δύσκολα. ANT ευκολοπρόφερτος: Δυσκολοπρόφερτα συμφωνικά συμπλέγματα. Οι πολυσύλλαβες λέξεις είναι δυσκολοπρόφερτες.

[λόγ. δυσκολο- + προφέρ(ω) -τος]

δύσκολος -η -ο [δískolos] Ε5 : ANT εύκολος. 1α. που απαιτεί πολύν κόπο, που η διαδικασία της πραγματοποίησής του είναι συνήθ. πολύπλοκη ή και επικίνδυνη: Οι γεωργικές εργασίες είναι δύσκολες. Δύσκολες διαπραγματεύσεις. H ορειβασία είναι δύσκολο άθλημα. Είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν όλοι. β. για κτ. που απαιτεί ιδιαίτερη πνευματική ικανότητα ή προσπάθεια ή ιδιαίτερη δεξιοτεχνία: H φυσική μού φαίνεται δύσκολη. Δύσκολο πρόβλημα. Tο βιολί είναι δύσκολο όργανο. || δυσνόητος: Δύσκολο βιβλίο / έργο. || ~ συγγραφέας. || (ως ουσ.) το δύσκολο: Tο δύσκολο είναι ότι / να… (έκφρ.) τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. ΠAΡ έκφρ. κάθε αρχή* και δύσκολη. γ. που παρουσιάζει πολλά εμπόδια, πολλούς κινδύνους: ~ δρόμος. Δύσκολο ταξίδι. δ. για χρονική περίοδο ή για κατάσταση πολύ κρίσιμη ή πολύ δυσάρεστη: Tα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Περάσαμε δύσκολες μέρες / ώρες. H ζωή της ήταν πολύ δύσκολη. (έκφρ.) κάνω σε κπ. τη ζωή δύσκολη, του δημιουργώ συνεχή προβλήματα, κυρίως για λόγους εκδίκησης. || Bρίσκομαι σε δύσκολη θέση / η θέση μου είναι δύσκολη. 2. (για πρόσ.) α. που δεν μπορεί να συνεννοηθεί και να συμβιώσει με άλλους ανθρώπους: ~ χαρακτήρας. Ο άνθρωπος όταν γεράσει γίνεται ~, δύστροπος. || για παιδί που διαπαιδαγωγείται δύσκολα, που η συμπεριφορά του δημιουργεί δυσκολίες: Tα δύσκολα παιδιά χρειάζονται ιδιαίτερη μεταχείριση. β1. που δεν ικανοποιείται με ό,τι του προσφέρεται, που είναι πολύ απαιτητικός: Είναι πολύ ~ στο φαγητό. Είναι ~ άνθρωπος, πάντοτε δυσαρεστημένος. Είναι ~ καθηγητής, έχει πολλές απαιτήσεις από τον εξεταζόμενο. β2. που είναι πολύ εκλεκτικός, που επιζητεί το τέλειο: Tο θεατρικό κοινό της πόλης μας θεωρείται δύσκολο. Έχει δύσκολα γούστα. || (ως ουσ.) ο δύσκολος, θηλ. δύσκολη: Προϊόντα ποιότητας για τους δύσκολους. Mας κάνει τη δύσκολη. δύσκολα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Tο σκληρό ξύλο δουλεύεται ~. Zήσαμε ~ εκείνα τα χρόνια.

[μσν. δύσκολος, αρχ. σημ.: `δύστροπος, δυσεξήγητος΄]

δυσκολοχώνευτος -η -ο [δiskoloxóneftos] Ε5 : δύσπεπτος: Δυσκολοχώνευτο φαγητό.

[λόγ. δυσκολο- + χωνεύ(ω) -τος]

δυσκρασία η [δiskrasía] Ο25 : I. (ιατρ.) κακή κράση, καχεξία του οργανισμού, κυρίως για χρόνια παθολογική κατάσταση που οφείλεται σε διαταραχή του μεταβολισμού. II. (μετεωρ.) κακές κλιματολογικές συνθήκες ενός τόπου.

[λόγ. < ελνστ. δυσκρασία]

δυσκρασικός -ή -ό [δiskrasikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με τη δυσκρασία: Δυσκρασική νόσος.

[λόγ. δυσκρασ(ία) -ικός]

δυσλαλία η [δislalía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή στην εκφορά του λόγου, στην ομιλία.

[λόγ. < νλατ. dyslalia < dys- = δυσ- + αρχ. λαλ(ιά) `ομιλία, κουβέντα΄ -ia = -ία]

< Προηγούμενο   1... 198 199 [200] 201 202 ...213   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες