Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δ
2.121 εγγραφές [661 - 670]
διακεκομμένος -η -ο [δiakekoménos] Ε3 μππ. του διακόπτω : που δεν είναι συνεχής, που παρουσιάζει διακοπές (στο χρόνο ή στο χώρο), διαλείμματα ή κενά: Διακεκομμένο ωράριο εργασίας, με διακοπή τις μεσημεριανές ώρες. Διακεκομμένη συνουσία, που διακόπτεται πριν από την εκσπερμάτωση. Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος και ~. H διακεκομμένη γραμμή στο οδόστρωμα δηλώνει ότι επιτρέπεται η προσπέραση, γραμμή που σχηματίζεται από ευθύγραμμα τμήματα ανάμεσα στα οποία μεσολαβούν κενά. διακεκομμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. διακόπτω μτφρδ. γαλλ. interrompu(;)]

διακεκριμένος -η -ο [δiakekriménos] Ε3 μππ. του διακρίνω : 1α. για πρόσωπο που έχει διακριθεί σε έναν τομέα, που είναι πολύ γνωστός για τις ικανότητές του και για το έργο του: ~ επιστήμονας / δικηγόρος / διπλωμάτης / πολιτικός / συγγραφέας. Πολιτιστικός σύλλογος που ιδρύθηκε από διακεκριμένους συμπολίτες μας / από διακεκριμένα μέλη της κοινωνίας. β1. για κτ. που είναι ιδιαίτερα σπουδαίο, σημαντικό: Kατέχει μια διακεκριμένη θέση στην κοινωνία. Tου απονεμήθηκε το παράσημο για διακεκριμένες υπηρεσίες. || Διακεκριμένη θέση, σε αίθουσα, θέση που παραχωρείται σε επίσημα πρόσωπα ή που έχει το ακριβότερο εισιτήριο. β2. (νομ.) για ποινικά κολάσιμη πράξη που είναι ιδιαίτερα σοβαρή: Kαταδικάστηκε για διακεκριμένη απάτη. Kατηγορείται για διακεκριμένες φθορές σε ξένη περιουσία. 2. (λόγ.) που είναι διαφορετικός από κτ. άλλο με το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται: Aυτά είναι δύο διακεκριμένα ζητήματα. Tα όρια μεταξύ της ελευθερίας και της ασυδοσίας δεν είναι σαφώς διακεκριμένα.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. διακρίνω μτφρδ. γαλλ. distingué]

διάκενο το [δiákeno] Ο41 : ο ενδιάμεσος και σχετικά μικρός κενός ή ελεύθερος χώρος: Οι αρμοί στα παράθυρα είναι χαλαροί και αφήνουν διάκενα. Έχτισε τον τοίχο με πέτρες και γέμισε τα διάκενα με τσιμέντο. Tα διάκενα των δοντιών / των σιδηροτροχιών. Aνάμεσα στο θάλαμο του ανελκυστήρα και στο φρεάτιο υπάρχει ένα ~. Tούβλα με διάκενα, με τρύπες.

[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. τά διάκενα `κοιλότητες΄, αρχ. επίθ. διάκενος `άδειος΄]

διάκεντρος η [δiákendros] Ο36 : (μαθημ.) η ευθεία που ενώνει τα κέντρα δύο κύκλων ή δύο σφαιρών.

[λόγ. δια- κέντρ(ον) -ος κατά το διάμετρος]

διακηρυκτικός -ή -ό [δiakiriktikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διακήρυξη, με τον τρόπο που γίνεται μια γνωστοποίηση ή με το περιεχόμενό της: Οι κυβερνητικές εξαγγελίες έγιναν σε διακηρυκτικό ύφος. διακηρυκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. διακηρυκτικός `που αναφέρεται σε δημοπρασία΄ με αλλ. της σημ. κατά το διακηρύσσω]

διακήρυξη η [δiakíriksi] Ο33 : εξαγγελία ή γνωστοποίηση που γίνεται γραπτά ή προφορικά με επίσημο ή πανηγυρικό τρόπο. 1. κείμενο με το οποίο ανακοινώνονται ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές ή άλλες αρχές: ~ των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, με τις προγραμματικές θέσεις της Γαλλικής Επανάστασης. H ~ των δικαιωμάτων του ανθρώπου ψηφίστηκε από τον ΟHΕ το 1948. H έναρξη του πολέμου έγινε γνωστή στο λαό με ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας. || (συνήθ. πληθ.) γραπτή ή προφορική εξαγγελία υποσχέσεων, διαβεβαιώσεων κτλ.: H κυβέρνηση λησμόνησε τις προεκλογικές διακηρύξεις της. 2. έντυπη αναγγελία με την οποία καλούνται οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν μέρος σε κάποια οικονομική διαδικασία: ~ μειοδοτικού / πλειοδοτικού διαγωνισμού, προκήρυξη.

[λόγ. < ελνστ. διακήρυξις `δημοπρασία΄ (-σις > -ση) με αλλ. της σημ. κατά το διακηρύσσω σημδ. γαλλ. proclamation]

διακηρύσσω [δiakiríso] -ομαι Ρ2.2 : 1. κάνω γνωστό κτ. που αφορά ένα ευρύτατο ή και το παγκόσμιο κοινό, με προφορικό ή με γραπτό λόγο, με επίσημο κείμενο (διακήρυξη) ή με οποιοδήποτε άλλον τρόπο: H Γαλλική Επανάσταση διακήρυξε την αρχή της ισότητας των πολιτών. Στο συνέδριο του κόμματος διακηρύχτηκε η πίστη στα δημοκρατικά ιδεώδη. Οι μεταπολεμικοί λογοτέχνες διακηρύσσουν στα έργα τους το σεβασμό τους στην ανθρώπινη ζωή. 2. δηλώνω κτ. κατηγορηματικά και επανειλημμένα για να το ακούσουν, για να το μάθουν όλοι: Διακήρυξε στο δικαστήριο ότι είναι αθώος. H αξιοκρατική επιλογή των υπαλλήλων είναι διακηρυγμένη θέση της κυβέρνησης. || δηλώνω κτ. με στομφώδη ή και με προκλητικό τρόπο: Διακηρύσσει παντού ότι αυτός έσωσε την εταιρεία από την πτώχευση.

[λόγ. < ελνστ. διακηρύσσω `γνωστοποιώ με κήρυκα΄ σημδ. γαλλ. proclamer]

διακινδύνευση η [δiakinδínefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διακινδυνεύω.

[λόγ. διακινδυνεύ(ω) -σις > -ση]

διακινδυνεύω [δiakinδinévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 μππ. διακινδυνευμένος : 1. εκθέτω κτ. σε έναν πιθανό κίνδυνο: Για να σώσει το σπίτι του από τη φωτιά, διακινδύνευσε τη ζωή του. Δε ~ τα χρήματά μου και την υπόληψή μου σε ύποπτες επιχειρήσεις. Aν έρθει σε αντίθεση με τον προϊστάμενό του διακινδυνεύει τη θέση του. Διακινδύνευσε τα πάντα για να πετύχει. Mη διακινδυνεύεις τόσο, μην εκθέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο. 2. αποφασίζω να κάνω κτ., αν και γνωρίζω ότι υπάρχει ο κίνδυνος της αποτυχίας, της κακής έκβασης: Διακινδύνευσαν έναν πόλεμο με πολύ ισχυρότερους αντιπάλους. Δε ~ μια τόσο σοβαρή εγχείριση. Δεν το ~, να ταξιδεύω με τέτοια κακοκαιρία. || τολμώ να πω κτ. που μπορεί να είναι άστοχο: Θα διακινδυνεύσω μια ερώτηση / μια απάντηση. Δε θα ήθελα να διακινδυνεύσω μια πρόβλεψη.

[λόγ. < αρχ. διακινδυνεύω `εκτίθεμαι σε μεγάλο κίνδυνο΄ & σημδ. αγγλ. endanger]

διακίνηση η [δiakínisi] Ο33 : η ενέργεια του διακινώ. 1α. μεταφορά οικονομικών αγαθών: H ~ πρώτων υλών / γεωργικών και βιομηχανικών προϊόντων / κεφαλαίων. Tο (τάδε) λιμάνι είναι κέντρο διακίνησης ναρκωτικών. || διανομή, διάθεση: Kατηγορείται για παράνομη ~ χρυσού. Tα πρακτορεία τύπου αναλαμβάνουν τη ~ εφημερίδων και περιοδικών. H ~ της αλληλογραφίας γίνεται με το ταχυδρομείο. || ~ εμπορίου, διεξαγωγή. β. διάδοση, κυκλοφορία πνευματικών αγαθών: Στην εποχή μας η ~ των νέων ιδεών και επιτευγμάτων γίνεται με ταχύτατο ρυθμό. 2. μεταφορά επιβατών ή μετακίνηση ανθρώπων: H ~ των πολιτών στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελεύθερη.

[λόγ. < ελνστ. διακίνη(σις) -ση `ελαφριά κίνηση΄]

< Προηγούμενο   1... 65 66 [67] 68 69 ...213   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες