Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.121 εγγραφές [641 - 650] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαισθητικός -ή -ό [δiesθitikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαίσθηση: Διαισθητική γνώση. β. που είναι προικισμένος με διαίσθηση: Είναι ~ τύπος.
διαισθητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαίσθη(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. intuitif]
- διαισθητικότητα η [δiesθitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαισθητικού, η ικανότητα διαίσθησης.
[λόγ. διαισθητικ(ός) -ότης > -ότητα]
- δίαιτα 1 η [δíeta] Ο27α γεν. και διαίτης στη σημ. 2β : τρόπος ή σύστημα διατροφής και ζωής: Ελαφριά / αυστηρή / θεραπευτική ~. ~ των αστροναυτών. 1. σύστημα διατροφής και διαβίωσης που καθορίζεται από γιατρό, για θεραπευτικούς σκοπούς: Ο γιατρός μού επέβαλε αυστηρή ~ για το στομάχι μου. 2α. περιορισμός και έλεγχος στην ποσότητα και την ποιότητα του φαγητού με σκοπό να μειωθεί το βάρος: ~ αδυνατίσματος. Εξαντλητική / αποτελεσματική / χημική ~. Kάνει ~ για να διατηρεί τη σιλουέτα της. Δεν μπορώ να κάνω ~, γιατί έχω αναιμία. β. (γεν.) διαίτης, ως χαρακτηρισμός τροφίμων με λίγες θερμίδες, κατάλληλων για δίαιτα: Γιαούρτια διαίτης.
[λόγ. < αρχ. δίαιτα]
- δίαιτα 2 η : (ιστ.) συνέλευση αντιπροσώπων για εθνικά θέματα σε ορισμένες χώρες· κοινοβούλιο, τοπική βουλή: H Δίαιτα της Ελβετίας / της Πολωνίας / της Iαπωνίας.
[λόγ. < μσνλατ. diéta (ή μέσω του γαλλ. diète) < λατ. dies `ημέρα΄ σημδ. γερμ. Tag `ημέρα (συνέλευσης)΄, παρετυμ. (αντί π.χ. δίητα) αρχ. δίαιτα (στη σημ.: `οίκημα΄)]
- διαιτησία η [δietisía] Ο25 : 1. η επίλυση μιας διαφοράς μεταξύ ατόμων ή κρατών από τρίτους (διαιτητές), τους οποίους έχουν επιλέξει οι ενδιαφερόμενοι: Παραπομπή ενός θέματος στη ~. H κυβέρνηση παρέπεμψε τη διαφορά εργοδοτών και εργαζομένων στη ~. Διεθνής ~. 2. (αθλ.) τα καθήκοντα, οι αρμοδιότητες του διαιτητή1 και η άσκησή τους: H ~ του υπήρξε άψογη / μεροληπτική. || ο διαιτητής ή το σύνολο των διαιτητών: Διατυπώνονται πολλές κατηγορίες εναντίον της ελληνικής διαιτησίας.
[λόγ. διαιτη(τής) -σία μτφρδ. γαλλ. arbitrage]
- διαιτητεύω [δietitévo] Ρ5.1α : μεσολαβώ για την επίλυση διαφοράς. || (αθλ.) έχω την ευθύνη της ομαλής διεξαγωγής ενός αγώνα ως διαιτητής: Ο Iταλός διαιτητής διαιτήτευσε άριστα τον αγώνα μπάσκετ.
[λόγ. διαιτητ(ής) -εύω]
- διαιτητής ο [δietitís] Ο7 : 1. (αθλ.) αυτός που επιβλέπει και ρυθμίζει τη διεξαγωγή ενός αγώνα σύμφωνα με ορισμένους κανονισμούς: Ο ~ απέβαλε δύο αντίπαλους παίκτες για επικίνδυνο παίξιμο. 2α. (νομ.) αυτός που ορίζεται από τους διαδίκους (άτομα ή κράτη) για να ρυθμίσει τη διαφορά τους. β. άτομο ή κράτος που το κύρος του του επιτρέπει να συμβιβάσει αντιτιθέμενα συμφέροντα.
[λόγ.: 2: αρχ. διαιτητής· 1: σημδ. αγγλ. umpire & γαλλ. arbitre]
- διαιτητικός 1 -ή -ό [δietitikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στη δίαιτα 1, που αποβλέπει στη σωστή διατροφή: Διαιτητικά φαγητά. Διαιτητική αγωγή. Διαιτητικά φάρμακα, για τη διατροφή των ασθενών, χωρίς ιδιαίτερη θεραπευτική δράση. 2. (ως ουσ.) η διαιτητική: α. κλάδος της ιατρικής και της υγιεινής, που ασχολείται με τους κανόνες και τα συστήματα διατροφής. β. σχετικό σύγγραμμα.
[λόγ. < αρχ. διαιτητικός, διαιτητική ἡ]
- διαιτητικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται στο διαιτητή ή στη διαιτησία: Διαιτητική απόφαση / κρίση / ρήτρα. Διεθνές διαιτητικό δικαστήριο της Xάγης.
[λόγ. < ελνστ. διαιτητικός]
- διαιτολόγιο το [δietolójio] Ο40 : 1. πρόγραμμα διατροφής (δίαιτας) που καθορίζει το είδος και την ποσότητα των φαγητών: Tο καθημερινό ~ πρέπει να είναι πλούσιο σε βιταμίνες και φτωχό σε θερμίδες. 2. βιβλίο που περιέχει δίαιτες (για διάφορες ασθένειες).
[λόγ. δίαιτ(α) 1 -ο- + -λόγιον]