Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.121 εγγραφές [601 - 610] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαδικασιακός -ή -ό [δiaδikasiakós] Ε1 : διαδικαστικός.
διαδικασιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαδικασί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. procédural]
- διαδικαστικός -ή -ό [δiaδikastikós] Ε1 : που αναφέρεται στη διαδικασία ή που έχει σχέση με αυτήν: Διαδικαστικές πράξεις. Διαδικαστικά έγγραφα. Διαδικαστικές διαφωνίες / προτάσεις.
διαδικαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαδικασ(ία) -τικός μτφρδ. γαλλ. procédural]
- διάδικος ο [δiáδikos] Ο19 θηλ. διάδικος [δiáδikos] Ο36 : ο καθένας από τους δύο αντιπάλους στο δικαστήριο (ενάγων ή εναγόμενος): Οι διάδικοι κατέληξαν σε συμβιβασμό.
[λόγ. < ελνστ. διάδικος `κατήγορος, αντίδικος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- διάδικος -η / -ος -ο [δiáδikos] Ε17 : που λαμβάνει μέρος σε μια δίκη είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος: Tα διάδικα μέρη.
[λόγ. επίθ. < ουσ. διάδικος]
- διαδίκτυο το [δiaδíktio] Ο42 : (σπάν.) το ίντερνετ.
[λόγ. δια- + δίκτυο μτφρδ. αγγλ. internet]
- διάδοση η [δiáδosi] Ο33 : 1. η ενέργεια του διαδίδω: H ~ της επιστήμης / των ιδεών / της μόδας / μιας φήμης / ενός μυστικού. H ~ του χριστιανισμού. || (φυσ.): H ~ του ήχου / του φωτός / των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. 2. (πληθ.) ανεξακρίβωτη είδηση, φήμη: Mη δίνετε σημασία στις διαδόσεις για επικείμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.
[λόγ.: 1: ελνστ. διάδο(σις) -ση, αρχ. σημ.: `διανομή΄· 2: σημδ. γερμ. Verbreitung (von Gerüchten) ή αγγλ. spreading (of rumours)]
- διαδοσίας ο [δiaδosías] Ο3 : αυτός που συνηθίζει να διαδίδει ψευδείς ειδήσεις, φήμες.
[λόγ. διάδοσ(ις)2 -ίας]
- διαδοχή η [διαδοxí] Ο29 : 1. η ενέργεια του διαδέχομαι1: Ο κοινοβουλευτισμός εξασφαλίζει την ομαλή ~ των κομμάτων στην εξουσία. Aγώνας για τη ~ στην ηγεσία του κόμματος. || (ειδικότ.) μεταβίβαση του βασιλικού αξιώματος σύμφωνα με ορισμένους κανόνες: Kληρονομική ~. Πόλεμος για τη ~ του ισπανικού θρόνου. 2. σύνολο στοιχείων, φαινομένων, πραγμάτων κτλ. που το ένα ακολουθεί το άλλο έτσι ώστε να παρουσιάζουν μια ορισμένη τάξη ή σειρά (στο χρόνο ή στο χώρο): ~ παραστάσεων / εικόνων / εντυπώσεων / αριθμών. H ~ των όρων μιας φράσης. H ~ μέρας και νύχτας / των εποχών / των μηνών / των αιώνων.
[λόγ. < αρχ. διαδοχή & σημδ. γαλλ. succession]
- διαδοχικός -ή -ό [δiaδoxikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαδοχή ή στο διάδοχο: Διαδοχική βασιλεία. 2. (πληθ.) για γεγονότα, πράξεις κτλ. που ακολουθούν το ένα το άλλο, κατά μια τάξη, σειρά· (πρβ. αλλεπάλληλος): Διαδοχικές παραστάσεις / κληρώσεις / περιστροφές / κυβερνήσεις / δονήσεις.
διαδοχικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως δέχτηκε ~ τους αρχηγούς των κομμάτων. [λόγ. διαδοχ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. successif (διαφ. το μσν. διαδοχικός `που ανήκει σε σχολή φιλοσοφική΄)]
- διαδοχικότητα η [δiaδoxikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαδοχικού, η εναλλαγή στο χρόνο ή στο χώρο σύμφωνα με μια ορισμένη τάξη ή σειρά.
[λόγ. διαδοχικ(ός) -ότης > -ότητα]