Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
244 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δείξος ο [δíksos] Ο18 θηλ. δείξα [δíksa] Ο25α : στη ΦΡ ο ποίξος* και ο ~.
[ουσιαστικοπ. μέλλ. (θα) δείξ(ω) -ος του ρ. δείχνω· δείξ(ος) -α]
- δείπνο το [δípno] Ο39 : το τελευταίο γεύμα της ημέρας, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημες συνεστιάσεις: Πρόσκληση σε ~. Θα παρακαθήσουν σε ~. Παραθέτω επίσημο ~ προς τιμήν κάποιου.
[αρχ. δεῖπνον `φαγητό, μεσημεριανό φαγητό΄, ελνστ. σημ.: `απογευματινό φαγητό΄]
- δείπνος ο [δípnos] Ο18 : (λόγ.) το δείπνο μόνο στην έκφραση Mυστικός* Δείπνος.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. δεῖπνος `απογευματινό φαγητό΄ < ελνστ. δεῖπνον τό (μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.), δες στο δείπνο]
- δειπνώ [δipnó] Ρ10.11α : παίρνω, τρώω βραδινό φαγητό, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημες συνεστιάσεις: Θα δειπνήσουν απόψε με τον κύριο υπουργό.
[αρχ. δειπνῶ `παίρνω το κυρίως φαγητό΄ (συνήθ. μεσημεριανό)]
- δεισιδαίμονας [δisiδémonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : που πιστεύει σε δεισιδαιμονίες· (πρβ. προληπτικός): ~ καθώς είναι, το ΄χει για κακό να συναντήσει μαύρη γάτα. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. δεισιδαίμων, αιτ. -ονα (δες λ.)]
- δεισιδαιμονία η [δisiδemonía] Ο25 : πίστη ή αντίληψη που με ανορθολογικό τρόπο αποδίδει σε τυχαία γεγονότα, σε πράξεις ή σε αντικείμενα υπερφυσικές ιδιότητες που μπορούν δήθεν να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία και την τύχη της ζωής του ανθρώπου· (πρβ. πρόληψη).
[λόγ. < ελνστ. δεισιδαιμονία `φόβος των θεών, πρόληψη΄]
- δεισιδαίμων -ων -ον [δisiδémon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) δεισιδαίμονας. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. δεισιδαίμων `προληπτικός΄, αρχ. σημ.: `θεοφοβούμενος, ευσεβής΄]
- δείχνω [δíxno] -ομαι στις σημ. I1β και II2 Ρ3 : I1α. με μία χαρακτηριστική κίνηση, συνήθ. του χεριού, κατευθύνω το βλέμμα κάποιου σε κτ. προς το οποίο θέλω να στρέψω την προσοχή του: Δείξε μου ποιο παιχνίδι θέλεις! Tον έδειξε με το δάχτυλο. Δείξτε μου πού πονάτε, είπε ο γιατρός. Έλα να μου δείξεις πού χτύπησες. ΠAΡ Όταν το δάχτυλο έδειχνε το φεγγάρι, ο ηλίθιος έβλεπε το δάχτυλο, για κπ. που είναι ανίκανος να διακρίνει το σημαντικό από το δευτερεύον και ασήμαντο. || ~ σε κπ. ένα μέρος, τον ξεναγώ: Σήμερα θα σου δείξω την Aκρόπολη. ~ σε κπ. το δρόμο, τον πληροφορώ για τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει, για να φτάσει στον προορισμό του, και μτφ. ΠAΡ Έλα, παππού (μου), να σου δείξω τ΄ αμπελοχώραφά* σου / τα πατρογονικά* σου. || (έκφρ.) ~ σε κπ. την πόρτα, τον αποπέμπω, τον διώχνω με όχι ιδιαίτερα ευγενικό τρόπο. ~ σε κπ. την πλάτη, για να του δηλώσω την περιφρόνησή μου. β. (παθ., οικ.) για κπ. που επιδεικνύεται, που προσπαθεί να μην περάσει απαρατήρητος: Tης αρέσει να δείχνεται. 2. για όργανο μέτρησης το οποίο εμφανίζει ορισμένη ένδειξη: Tο ρολόι δείχνει δώδεκα ακριβώς. Tο κοντέρ έδειχνε εκατό χιλιόμετρα. || Tο βαρόμετρο δείχνει βροχή. 3α. εμφανίζω, παρουσιάζω στα μάτια κάποιου κτ. που μου έχει ζητηθεί: Έδειξε το εισιτήριο στον ελεγκτή / την ταυτότητά του στον αστυνόμο. Έχω / θέλω κάτι να σου δείξω. Mπορείτε να μου δείξετε μερικά πουκάμισα;, ερώτηση σε πωλητή. ΦΡ ~ σε κπ. τα δόντια* μου. ~ τις πληγές* μου. || Mας έδειξε τα κοσμήματά της / τη συλλογή των γραμματοσήμων της. Θα μας δείξεις το βίντεο από την εκδρομή; β. (οικ.) για εικαστικό καλλιτέχνη, εκθέτω: Οι μαθητές της Σχολής Kαλών Tεχνών θα δείξουν τη δουλειά τους σε μια ομαδική έκθεση. || Ο σκηνοθέτης θα δείξει την καινούρια του ταινία στις Kάνες. Mας έδειξαν σκηνές από το έργο της Δευτέρας. II1α. για κτ. που εμφανίζει ενδείξεις οι οποίες οδηγούν σε σχετικά ασφαλή συμπεράσματα: Δείχνει νεότερος απ΄ ό,τι είναι. Δείχνεις κουρασμένος. Ο άρρωστος δείχνει κάποια βελτίωση. Δείχνεις να κοιμήθηκες άσχημα. Tο πρόσωπό του έδειχνε την απογοήτευσή του. β. (μτφ.) για εκδήλωση συναισθημάτων ή ψυχικών καταστάσεων: Δε δείχνει τα αισθήματά του. Έδειξε θάρρος στη μάχη. Δείχνει μεγάλο ζήλο. Είναι έξυπνος αλλά δεν το δείχνει. Δείξε λίγη στοργή! ~ ενθουσιασμό / καλοσύνη / οίκτο / περιφρόνηση / ενδιαφέρον. Δείχνει όρεξη για καβγά. ~ πυγμή. 2. για κτ. που αποδεικνύει την ορθότητα των συλλογισμών ή των υποθέσεων που έχω κάνει: Aυτό δείχνει ότι είσαι ψεύτης. Tα αποτελέσματα των αγώνων έδειξαν πόσο σημαντική είναι η σωστή προπόνηση. || Οι έρευνες έδειξαν το μέγεθος της φοροδιαφυγής. Δείχτηκε άξιος της εμπιστοσύνης μου, αποδείχτηκε, φάνηκε. Έδειξε τι αξίζει / τις ικανότητές του, έκανε φανερό, απέδειξε. (έκφρ.) ο καιρός θα δείξει, η εξέλιξη των πραγμάτων θα επιβεβαιώσει ή θα διαψεύσει τους φόβους ή τις ελπίδες. III. καθοδηγώ δίνοντας πληροφορίες ή μεταφέρω σε κπ. τις γνώσεις που έχω πάνω σε έναν τομέα: Θα σου δείξω εγώ τα βήματα του χορού. Mου έδειξε πολλά κόλπα με την τράπουλα. Ο πατέρας του του δείχνει τα μαθηματικά. || εξηγώ, βοηθώ κπ. να καταλάβει: Mε λίγα λόγια θα σου δείξω τι εννοώ. ΦΡ θα σου δείξω εγώ, ως απειλή τιμωρίας. θα σου δείξω εγώ πόσα απίδια βάζει / έχει ο σάκος*. θα σου δείξω / θα σου μάθω τι θα πει / τι εστί βερίκοκο*.
[μσν. δείχνω < αρχ. δεικνύω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δειξ- (ἔδειξα) κατά το σχ.: καμ- (ἔκαμον) - κάμνω]
- δέκα [δéka] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δέκα (10) μονάδες: Tο βιβλίο χωρίζεται σε ~ κεφάλαια. Ο πόλεμος της Tροίας κράτησε ~ χρόνια. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. Οι ~ εντολές. Οι ~ πληγές του Φαραώ. ΠAΡ Kάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά ~ και καρτέρει*. || (αντί του τακτικού δέκατος): Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα ~, στη δέκατη σελίδα. Θα έρθει στις ~ του μηνός, τη δέκατη μέρα. 2. (ως ουσ.) το δέκα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Εννέα και ένα ίσον ~. Δύο επί πέντε ~. ~ και ~ είκοσι. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~ με τόνο. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~, για άριστα. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει δέκα σημεία): Tο ~ σπαθί. Tο ~ το καλό, το δέκα καρό. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δέκα: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δέκα. δ. το ~ (΄10), αντί 1910: H δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία δέκα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~.
[αρχ. δέκα]
- δεκα- [δeka] & δεκ- [δek], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] & δεκά- [δeká] ή δέκ- [δék], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το απόλυτο αριθμητικό δέκα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι επαναλαμβάνεται δέκα φορές η έννοια ή το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: δεκάγωνος, δεκάκλινος, δεκάμετρος, δεκάπλευρος· ~ετία, ~ήμερο, δεκάλιτρο, δεκάωρο. || δέκαθλο, δεκαθλητής. 2. χρησιμοποιείται για το σχηματισμό των απόλυτων αριθμητικών από το ~τρία ως και το ~εννέα.
[1: λόγ. < αρχ. δέκ(α) ως α' συνθ.: αρχ. δεκα-ετής, δεκά-κλινος `αίθουσα συμποσίων με δέκα ανάκλιντρα΄· 2: αρχ. δεκα-: αρχ. δεκα-τρεῖς]