Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2.121 εγγραφές [1981 - 1990] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δύσκαμπτος -η -ο [δískamptos] Ε5 : ANT εύκαμπτος. 1. που δύσκολα μπορεί κανείς να τον κάμψει, να τον λυγίσει: Tο σώμα όταν δεν ασκείται γίνεται δύσκαπτο. ~ σωλήνας. 2. (μτφ.) που δεν μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στις διαφορετικές για κάθε περίπτωση ανάγκες: Tα αναπτυξιακά προγράμματα δεν πρέπει να είναι δύσκαμπτα.
δύσκαμπτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. δύσκαμπτος]
- δυσκαμψία η [δiskampsía] Ο25 : η ιδιότητα του δύσκαμπτου. ANT ευκαμψία. 1. η δυσκολία να κάμψει κάποιος κτ.: H ~ του αυχένα / των γονάτων. 2. (μτφ.) δυσκολία προσαρμογής σε νέα ή σε ποικίλα δεδομένα: H ~ του κυβερνητικού μηχανισμού. H ~ μιας αυστηρά προγραμματισμένης οικονομίας.
[λόγ. δύσκαμπ(τος) -σία]
- δυσκαταποσία η [δiskataposía] Ο25 : (ιατρ.) δυσκολία στην κατάποση, που οφείλεται σε βλάβες κυρίως του οισοφάγου· δυσφαγία.
[λόγ. < ελνστ. δυσκαταποσία]
- δυσκινησία η [δiskinisía] Ο25 : η ιδιότητα του δυσκίνητου. 1α. δυσκολία στην κίνηση των μελών του σώματος και γενικά δυσκολία στις εκούσιες κινήσεις. ANT ευκινησία. || νωθρότητα στις κινήσεις. β. βραδύτητα ή έλλειψη ευελιξίας στην κίνηση ενός οχήματος ή ενός σκάφους. ANT ευελιξία. 2. (μτφ.) α. διανοητική νωθρότητα. β. βραδύτητα στη λειτουργία ενός οργανωτικού μηχανισμού.
[λόγ. < αρχ. δυσκινησία]
- δυσκίνητος -η -ο [δiskínitos] Ε5 : 1α. (για έμψ.) που εξαιτίας της σωματικής του κατασκευής ή κατάστασης κινείται με δυσκολία. ANT ευκίνητος: Ο ελέφαντας είναι ζώο δυσκίνητο. Είναι παχύς και γι΄ αυτό ~. Οι γέροι είναι συνήθως δυσκίνητοι. || για άτομο που δύσκολα αποφασίζει οποιαδήποτε μετακίνηση, που χαρακτηρίζεται γενικά από νωθρότητα στις κινήσεις του. β. για όχημα ή για σκάφος που κινείται αργά ή ελίσσεται με δυσκολία. ANT ευέλικτος. 2. (μτφ.) α. για νοητική λειτουργία με χαμηλό βαθμό απόδοσης. ANT ευκίνητος: Tο μυαλό του είναι πολύ δυσκίνητο. β. για οργανωτικό μηχανισμό που λειτουργεί με μεγάλη βραδύτητα: Οι δημόσιες υπηρεσίες είναι δυσκίνητες και πολύ λίγο αποδοτικές.
[λόγ. < αρχ. δυσκίνητος]
- δυσκοίλιος -α -ο [δiskílios] Ε6 : ANT ευκοίλιος. 1. που υποφέρει από δυσκοιλιότητα. 2. που προκαλεί δυσκοιλιότητα: Tο κυδώνι θεωρείται τροφή δυσκοίλια. Οι στυπτικές τροφές είναι δυσκοίλιες.
[λόγ. < μσν. δυσκοίλιος, ελνστ. σημ.: `που προξενεί δυσκοιλιότητα΄]
- δυσκοιλιότητα η [δiskiliótita] Ο28 : κακή λειτουργία των εντέρων, που έχει ως συνέπεια τις αραιές, δύσκολες και όχι τακτικές κενώσεις.
[λόγ. δυσκοίλι(ος) -ότης > -ότητα]
- δυσκόλεμα το [δiskólema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δυσκολεύω, το να γίνεται κτ. δύσκολο: Tο ~ των εξετάσεων.
[δυσκολεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- δυσκολεύω [δiskolévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. κάνω κτ. δύσκολο, δημιουργώ εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη κάποιας δραστηριότητας. ANT διευκολύνω: H κακοκαιρία δυσκολεύει τις συγκοινωνίες. H έλλειψη προγραμματισμού δυσκολεύει την οικονομική ανάπτυξη. β. δημιουργώ σε κπ. δυσκολίες: Tον δυσκολεύουν τα μαθηματικά. Aν δε μου δώσεις τα στοιχεία που ζητώ, θα με δυσκολέψεις πολύ στη δουλειά μου. ANT διευκολύνω. || (παθ.) συναντώ δυσκολίες: Δυσκολεύεται στα μαθήματα / να περπατήσει χωρίς μπαστούνι. || γίνομαι δύσκολος: Δυσκόλεψαν τα μαθήματα. Δυσκόλεψε η κατάσταση. 2. (παθ.) α. διστάζω να κάνω ή να δεχτώ κτ., γιατί το θεωρώ δύσκολο ή απίθανο: Δυσκολεύομαι να του ζητήσω δανεικά. Aν με χρειαστείς, μη δυσκολευτείς να μου το πεις. Δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτά που μου λες. β. έχω οικονομικές δυσκολίες: Δυσκολευτήκαμε τα πρώτα χρόνια, τώρα όμως ζούμε άνετα.
[δύσκολ(ος) -εύω]
- δυσκολία η [δiskolía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του δύσκολου. ANT ευκολία: H ~ ενός προβλήματος. 2. μειωμένη ικανότητα για κτ.: Έχει ~ στο βάδισμα / στην ομιλία. 3. εμπόδιο που δημιουργείται από μια περίπλοκη ή δυσάρεστη κατάσταση: Aν βρεις κάποια ~ στη δουλειά σου, μπορώ να σε βοηθήσω. Aντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στη ζωή του. Mου φέρνει δυσκολίες, δε δέχεται πρόθυμα να κάνει κτ. που του ζητώ. || Έχει (οικονομικές) δυσκολίες και δεν μπορεί να μας πληρώσει, έλλειψη οικονομικών πόρων.
[λόγ. < αρχ. δυσκολία (πρβ. λαϊκό δυσκολιά)]