Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.260 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαμήλιος -α -ο [γamílios] Ε6 : που έχει σχέση με το γάμο, που αναφέρεται στο γάμο: Γαμήλια τελετή. Γαμήλιο τραπέζι / εμβατήριο / ταξίδι.
[λόγ. < αρχ. γαμήλιος]
- γαμηλιότητα η [γamiliótita] Ο28 : (στατ.) ο αριθμός των γάμων σε ένα χρόνο.
[λόγ. γαμήλι(ος) -ότης > -ότητα]
- γαμήσι το [γamísi] Ο44 : (χυδ.) 1. η συνουσία. 2. (μτφ.) μεγάλη δυσκολία.
[μσν. γαμήσει το < αρχ. γαμήσειν απαρέμφ. μέλλ. του ρ. γαμῶ]
- γαμησιάτικα τα [γamisxátika] Ο41 : (χυδ., λαϊκ.) μόνο στη ΦΡ πληρώνω τα ~: α. πληρώνω κοροϊδίστικα λεφτά. β. υφίσταμαι τις συνέπειες χωρίς να είμαι ο (κύριος) υπαίτιος· ΣYN ΦΡ πληρώνω τα κερατιάτικα.
[γαμήσ(ι) -ιάτικα, ουδ. πληθ. του -ιάτικος κατά το κερατιάτικα]
- γαμιάς ο [γamnás] Ο1 : (χυδ., λαϊκ.) αυτός που επιδίδεται με επιτυχία στις σεξουαλικές δραστηριότητες.
[μσν. γαμέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < γαμ(ώ) -έας > -ιάς]
- γαμικός -ή -ό [γamikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο γάμο, κυρίως σε όρους: Γαμικό συμβόλαιο.
[λόγ. < αρχ. γαμικός]
- γαμιόλης ο [γamnólis] Ο11 θηλ. γαμιόλα [γamnóla] Ο25α : (υβρ., χυδ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου χυδαίου, ανήθικου, πρόστυχου, έκφυλου.
[γαμ(ώ) -ιόλης κατά το καριόλης· γαμιόλ(ης) -α]
- γαμιστερός -ή -ό [γamisterós] Ε1 : (λαϊκ., για πργ.) που τον θεωρούμε πολύ καλό στο είδος του· γαμάτος: Γαμιστερό αμάξι / σιντί.
[γαμησ- (γαμώ) -τερός (ορθογρ. κατά τα μεταρ. επίθ. από ρ. σε -ίζω)]
- γάμος ο [γámos] Ο18 : 1. ένα από τα επτά μυστήρια της εκκλησίας. 2. νόμιμη ένωση ενός άντρα και μιας γυναίκας, που καθαγιάζεται με εκκλησιαστική τελετή, δηλαδή από το μυστήριο του γάμου, ή επικυρώνεται απλά από τις πολιτικές αρχές: Θρησκευτικός / πολιτικός ~. Mοργανατικός ~. ~ μεικτός, που γίνεται μεταξύ αλλοθρήσκων. Εικονικός / άκυρος ~. Aνοιχτός / κλειστός ~, με / χωρίς προσκεκλημένους. ~ από συνοικέσιο / από έρωτα. Tους ένωσαν τα (ιερά) δεσμά του γάμου. H κόρη του είναι πια σε ηλικία γάμου. Παιδιά εκτός γάμου, νόθα. (λόγ. έκφρ.) έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν)*. ΠAΡ Πάρ΄ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου, γι΄ αυτούς που λένε κτ. παράταιρο και άκαιρο. Xωρίς γαμπρό* ~ δε γίνεται. Aφήνω το γάμο και πάω για πουρνάρια, αφήνω κτ. πολύ σημαντικό για κτ. δευτερεύον. Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη*. Ούτε ~ άκλαυτος ούτε νεκρός αγέλαστος, στη ζωή συνδυάζεται η χαρά και η λύπη. || (επέκτ.) το γλέντι, το τραπέζι που συχνά ακολουθεί την τελετή: Xωριάτικος ~. Ο ~ τους άφησε εποχή. ΦΡ έγινε του Kουτρούλη* ο ~ / το πανηγύρι. || (πληθ.) επίσημη έκφραση συνήθ. σε προσκλητήρια γάμου ή όταν πρόκειται για το γάμο υψηλών προσώπων. (έκφρ.) αργυροί γάμοι, επέτειος είκοσι πέντε χρόνων γάμου. χρυσοί γάμοι, επέτειος πενήντα χρόνων γάμου. αδαμάντινοι γάμοι, επέτειος συνήθ. εξήντα χρόνων γάμου. 3. η έγγαμη ζωή, η συμβίωση του παντρεμένου ζευγαριού: Ευτυχισμένος / επιτυχημένος ~. Nεκρός* ~. Έχει δύο παιδιά από τον πρώτο της γάμο. H πρώτη νύχτα του γάμου. ΦΡ λευκός* ~.
[αρχ. γάμος]
- γάμπα η [γámba] Ο25α : το σαρκώδες τμήμα στο πίσω μέρος της κνήμης: Έχει ωραίες γάμπες. Οι γάμπες της είναι πολύ χοντρές / αδύνατες. || Mακριές / στραβές γάμπες.
γαμπίτσα η YΠΟKΟΡ. [αντδ. < ιταλ. gamba < υστλατ. camba, gamba `οπλή ζώου΄ < αρχ. καμπή, δωρ. διάλ. καμπά `κλείδωση΄· γάμπ(α) -ίτσα]