Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλείφω [γlífo] -ομαι Ρ4 : I1. διατρέχω μια επιφάνεια με την άκρη της γλώσσας μου: ~ το παγωτό. ~ τα χείλια μου. Tο σκυλάκι τού έγλειψε το χέρι. H γάτα γλείφεται. || (σε σχήματα υπερβολής) Δεν έμεινε ούτε κοκαλάκι να γλείψεις, δεν έμεινε τίποτα να φας. Γλείψανε και τα πιάτα, όταν το φαγητό είναι πολύ νόστιμο. (έκφρ.) είναι να γλείφεις τα δάχτυλά σου, για κτ. πολύ νόστιμο. ΦΡ ~ τα χείλια μου, όταν τρώω ή όταν βλέπω ένα πολύ νόστιμο φαγητό: Tο ψητό το φάγαμε και γλείφαμε και τα χείλια μας. ~ τις πληγές* μου. || (μτφ.): Οι φλόγες έγλειφαν τη στέγη. Tα κύματα έγλειφαν την αμμουδιά. 2. (μτφ.) α. καθαρίζω κτ. υπερβολικά: Tο ΄γλειψες το σπίτι / το πάτωμα. β. (οικ.) κολακεύω κπ., συμπεριφέρομαι δουλικά, με υστεροβουλία: Γλείφει τον προϊστάμενο, για να πετύχει προαγωγή. Γλείφει το λοχαγό, για να παίρνει άδειες. ΦΡ γλείφει εκεί που έφτυνε, κολακεύει κπ. ή υποστηρίζει θερμά κτ. που προηγουμένως είχε χλευάσει ή περιφρονήσει. II. (μππ.) 1. που τον έχουν γλείψει: Είναι γλειμμένο το παγωτό· δεν το θέλω. 2. (μτφ.) α. για χώρο υπερβολικά καθαρό: Tο ΄χει γλειμμένο το σπίτι. β. (μειωτ.) για άνθρωπο εξαιρετικά αδύνατο και καχεκτικό: Ήρθε πάλι αυτή η γλειμμένη. γ. για μαλλιά λαδωμένα και κολλημένα στο κεφάλι.
[μσν. γλείφω < αρχ. λείχω από συμπροφ. με την αντων. τον λείχω: [ton-l > toŋgl > γl], [x > f] από επίδρ. του ρ. αλείφω(;)]