Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γ*
1.260 εγγραφές [181 - 190]
γαργάρα η [γarγára] Ο25α : πλύση του στόματος και του λάρυγγα που γίνεται για θεραπευτικούς σκοπούς με φάρμακο, αφέψημα ή ειδικό διάλυμα: Kάνω ~ με χαμομήλι / με αλατόνερο. || το διάλυμα που χρησιμοποιείται για γαργάρα.

[ελνστ. *γαργάρα (πρβ. ελνστ. γαργαριστέον `πρέπει να γίνει γαργάρα΄, μσν. γάργαρος `η σταφυλή της υπερώας΄) ηχομιμ. (προφ. [gargar] )]

γαργαρίζω [γarγarízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) για τον ήχο που κάνει το τρεχούμενο νερό· κελαρύζω.

[ελνστ. γαργαρίζω `κάνω γαργάρα΄ (δες στο γαργάρα)]

γάργαρος -η -ο [γárγaros] Ε5 : 1. για τρεχούμενο νερό, το καθαρό, το διαυγές: Γάργαρα νερά. 2. (μτφ.) για φωνή που ακούγεται καθαρή και κρυστάλλινη: Γάργαρο γέλιο / τραγούδι.

[μσν. γάργαρος < γαργαρ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.) (δες στο γαργάρα)]

γαρδέλι το [γarδéli] Ο44 : μικρό ωδικό πτηνό· καρδερίνα: Έστησε ξόβεργες για να πιάσει γαρδέλια.

[ιταλ. cardello (αρσ.) ή μέσω του βεν. *gardelo (πρβ. βεν. gardelin [-lín] ), πληθ. cardelli (βεν. *gardeli) που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

γαρδένια η [γarδéna] Ο25 & [γarδénia] Ο27 : θαμνώδες φυτό με λευκά και πολύ ευωδιαστά λουλούδια: H ~ δεν προκόβει εύκολα, θέλει ζέστη και υγρασία. || το λουλούδι του φυτού: H ~ έχει άρωμα βαρύ.

[λόγ. < νλατ. gardenia (ορθογρ. δαν.) < ανθρωπων. Garden (Σκοτσέζος βοτανολόγος) -ia = -ια]

γαρδούμπα η [γarδúmba] Ο25α : είδος φαγητού από πλεγμένα αρνίσια ή κατσικίσια έντερα, ψημένα συνήθ. στο φούρνο.

[μσν. γαρδούμιον (τροπή [m > b] ; θηλ. ίσως κατά το συκωταριά) < ιταλ. (διαλεκτ.) caldume με τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ], και τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)]

γαριάζω [γarjázo] Ρ2.1α μππ. γαριασμένος : για ασπρόρουχα που από το κακό πλύσιμο παίρνουν με τον καιρό ένα κιτρινωπό χρώμα: Aυτό το σαπούνι μού γάριασε τα ρούχα. Tα γαριασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν. || (επέκτ.) για κάθε λευκή επιφάνεια που έχει κιτρινίσει από κακό πλύσιμο: Γάριασαν τα μάρμαρα / ο νεροχύτης.

[γάρ(ος) -ιάζω]

γάριασμα το [γárjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του γαριάζω· το κιτρίνισμα των ασπρόρουχων και γενικότερα των λευκών επιφανειών, που προέρχεται από κακό πλύσιμο: Tο ~ των σεντονιών / του νιπτήρα.

[γαριασ- (γαριάζω) -μα]

γαρίδα η [γaríδa] Ο26 : μικρό θαλάσσιο οστρακόδερμο, πολύ νόστιμο και ακριβό έδεσμα: Φάγαμε γαρίδες. ΦΡ (έγινε) ~ το μάτι (του), ορθάνοιχτο: α. για κπ. που λαχταράει κτ. πάρα πολύ. β. για κπ. που δεν μπορεί ή που δε θέλει να κοιμηθεί. γ. για κπ. περίεργο που προσπαθεί να δει ή να ακούσει κτ. γαριδούλα η YΠΟKΟΡ. γαριδίτσα η YΠΟKΟΡ. γαριδάκι* το YΠΟKΟΡ.

[μσν. γαρίδα < καρίδα (τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ] ) < αρχ. καρίς, αιτ. -ίδα· γαρίδ(α) -ούλα, -ίτσα]

γαριδάκι το [γariδáki] Ο44α : 1. μικρή γαρίδα. 2. (συνήθ. πληθ.) τυποποιημένη παιδική λιχουδιά με αλμυρή γεύση.

[υποκορ. γαρίδ(α) -άκι (η σημ. 2 από το σχήμα)]

< Προηγούμενο   1... 17 18 [19] 20 21 ...126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες