Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.137 εγγραφές [1071 - 1080] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βρόχι το [vróxi] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται ως παγίδα για τη σύλληψη πτηνών ή μικρών ζώων: Στήνω βρόχια. 2. (μτφ.) παγίδα, πλεκτάνη: Έπεσα στα βρόχια ενός απατεώνα.
[μσν. βρόχι(ον) υποκορ. του αρχ. βρόχ(ος) -ιον]
- βροχικά τα [vroxiká] Ο38 : (οικ.) τα βρογχικά.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. βρογχικός με αποβ. του [n] για προσαρμ. στη δημοτ.]
- βρόχινος -η -ο [vróxinos] Ε5 : (κυρ. για το νερό) που προέρχεται από βροχή: Bρόχινο νερό.
[βροχ(ή) -ινος]
- βροχο- [vroxo] & βροχό- [vroxó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. (επιστ.) αναφέρεται στο φυσικό φαινόμενο της βροχής: ~γράφος, βροχόμετρο, βροχόπτωση, ~σκόπιο. 2. χαρακτηρίζεται από την πτώση βροχής, παρατηρείται μαζί με τη βροχή: βροχόκαιρος, ~χάλαζο. || προέρχεται από τη βροχή: βροχόνερο.
[1: λόγ. βροχο- θ. της λ. βροχ(ή) -ο- ως α' συνθ., συνήθ. μτφρδ.: βροχό-μετρο < γαλλ. pluviomètre, βροχό-πτωση < γερμ. Regenfall· 2: θ. της λ. βροχ(ή) -ο- ως α' συνθ.: βροχό-νερο]
- βροχόμετρο το [vroxómetro] Ο42 : μετεωρολογικό όργανο που συλλέγει και μετράει την ποσότητα της βροχής που πέφτει σε μια περιοχή επί ορισμένο χρονικό διάστημα.
[λόγ. βροχο-1 + -μετρον μτφρδ. γαλλ. pluviomètre]
- βροχόνερο το [vroxónero] Ο41 : το νερό της βροχής: Tα ρούχα καθαρίζουν καλύτερα, όταν πλυθούν με ~.
[βροχο-2 + νερ(ό) -ο]
- βροχοποιός ο [vroxopiós] Ο17 : αυτός που με διάφορα μέσα (ισχυρίζεται ότι) μπορεί να προκαλέσει βροχή σε περιόδους ξηρασίας.
[λόγ. βροχο-1 + -ποιός μτφρδ. αγγλ. rain maker]
- βροχόπτωση η [vroxóptosi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : 1. η πτώση βροχής: Στη B. Ελλάδα θα σημειωθούν βροχοπτώσεις. 2. (μετεωρ.) η ποσότητα του νερού από βροχή, χιόνι ή χαλάζι, που πέφτει σε μια περιοχή επί ορισμένο χρονικό διάστημα: Οι βόρειες περιοχές παρουσιάζουν αυξημένο τον ετήσιο μέσο όρο βροχοπτώσεων.
[λόγ. βροχο-1 + πτώ(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Regenfall]
- βρόχος ο [vróxos] Ο18 : 1. (παρωχ.) η θηλιά της αγχόνης: Tου πέρασαν το βρόχο στο λαιμό και τον κρέμασαν. 2. (μτφ.) για κτ. που σφίγγει, που πνίγει όπως η θηλιά: Tον έσφιγγε ο ~ του φόβου και της αγωνίας. 3. (ηλεκτρολ.) σύνολο κλάδων ενός δικτύου, η διαδοχή των οποίων συνιστά μια κλειστή διαδρομή.
[λόγ. < αρχ. βρόχος]
- βρύο το [vrío] Ο39 : πόα που φυτρώνει σε υγρά και σκιερά μέρη και καλύπτει τοίχους, κορμούς δέντρων κτλ.· μούσκλο.
[λόγ. < αρχ. βρύον]