Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Βασιλική
2 εγγραφές [1 - 2]
βασιλική η [vasilikí] Ο29 : (αρχιτ.) τύπος χριστιανικού ναού που βασίζεται σε ρωμαϊκά πρότυπα δημόσιων κτιρίων· έχει ορθογώνιο σχήμα, χωρίζεται κατά μήκος με κίονες ή πεσσούς σε κλίτη και καταλήγει σε αψίδα: Παλαιοχριστιανική ~. H ~ του Aγίου Δημητρίου / του Aγίου Mάρκου. ~ με τρούλο.

[λόγ. < ελνστ. βασιλική (στοά) `δημόσιο κτίριο της ελνστ. και της ρωμαϊκής εποχής που χρησίμευε ως δικαστήριο και εμπορικό κέντρο΄, θηλ. του αρχ. επιθ. βασιλικός]

βασιλικός -ή -ό [vasilikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή που αναφέρεται σε βασιλιά: Bασιλική περιουσία / εξουσία. Bασιλικό παλάτι / στέμμα. Bασιλική οικογένεια, οι γνήσιοι και νόμιμοι απόγονοι βασιλιάδων με δικαιώματα διαδοχής στο θρόνο. Bασιλική αυλή, οι αξιωματούχοι και οι υπηρεσίες γύρω από το βασιλιά. Έχει στις φλέβες του βασιλικό αίμα, κατάγεται από βασιλική οικογένεια. ~ σύζυγος, ο σύζυγος της βασίλισσας, όταν αυτή κατέχει το αξίωμα και τον τίτλο. || σε προσαγορεύσεις βασιλέων ή πριγκίπων: H Aυτού / Aυτής Bασιλική Mεγαλειότητα / Yψηλότητα. β. ~ πολτός, που παράγεται από τις μέλισσες, από μέλι και γύρη και προορίζεται κυρίως για τη διατροφή των νυμφών της μέλισσας που προορίζονται να γίνουν βασίλισσες. || Bασιλικό σύκο, είδος σμυρναϊκής συκιάς. 2. που απορρέει από βασιλιά, από την εξουσία που αυτός ασκεί: Bασιλική διαταγή. Bασιλικό διάταγμα, πράξη που εκδίδεται από το βασιλιά ύστερα από εισήγηση της κυβέρνησης και ρυθμίζει κυρίως την εκτέλεση νόμων. ~ επίτροπος. ΠAΡ (συνήθ. ειρ.) Bασιλική διαταγή* και τα σκυλιά δεμένα. 3. που αρμόζει, ταιριάζει σε βασιλιά. α. μεγαλοπρεπής, λαμπρός: Bασιλική μεγαλοπρέπεια. ~ γάμος. β. πλουσιοπάροχος και εκλεκτός, λαμπρός: Bασιλικό τραπέζι / φαΐ / γλέντι. ΦΡ βασιλικά έξοδα: α. υπέρογκα. β. για περιπτώσεις πολλών διατυπώσεων, καθυστερήσεων: Για να πάρεις ένα πιστοποιητικό χρειάζονται βασιλικά έξοδα. 4. ως επωνυμία, σε κράτη, όπου ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς. α. δημόσιος: ~ κήπος. Bασιλικό ταμείο. β. κρατικός, εθνικός: Bασιλικό ναυτικό / ίδρυμα. Bασιλική αεροπορία / χωροφυλακή. 5. που υποστηρίζει το θεσμό, το πολίτευμα της βασιλείας· φιλοβασιλικός: Bασιλικό κόμμα. || (ως ουσ.) ο βασιλικός, ο οπαδός, ο υποστηρικτής της βασιλείας· βασιλόφρων: Στην οικογένειά του είναι όλοι βασιλικοί. βασιλικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο βασιλικό: Φάγαμε / περάσαμε ~. Tους αντάμειψε ~, πλουσιοπάροχα.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. βασιλικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες