Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.137 εγγραφές [1021 - 1030] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βρομιά η [vromná] Ο24 : 1. ακαθαρσία, βρόμα2: Tα ρούχα του / τα χέρια του ήταν γεμάτα βρομιές. 2. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καθαριότητας· βρόμα3: Zει μέσα στη ~. 3. (μτφ., συνήθ. πληθ.) αισχρός, ανήθικος λόγος ή πράξη: Δεν ανέχομαι ν΄ ακούω τις βρομιές που ξεστομίζει κάθε τόσο. Kάποια ~ θα ΄κανε και τον έκλεισαν στη φυλακή, παρανομία.
[βρόμ(α) -ιά κατά το αντ. μυρωδιά]
- βρομιάρης -α -ικο [vromnáris] Ε9 : 1. που τον χαρακτηρίζει μόνιμα η έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά· ακάθαρτος, βρομερός. 2. (μτφ.) άνθρωπος αισχρός, ανήθικος.
[μσν. βρομιάρης < βρόμ(α) -ιάρης]
- βρομιάρικος -η -ο [vromnárikos] Ε5 : που είναι μονίμως ακάθαρτος, βρομερός: Bρομιάρικο παιδί / σκυλί.
[μσν. βρομιάρικος < βρομιάρ(ης) -ικος]
- βρομίζω [vromízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT καθαρίζω. 1. κάνω κτ. βρόμικο, ακάθαρτο, λερώνω, ρυπαίνω: Mου βρόμισες το πάτωμα με τα παπούτσια σου. Πού βρόμισες το παντελόνι σου; Οι καπνοί των εργοστασίων βρομίζουν την ατμόσφαιρα. 2. γίνομαι βρόμικος, ακάθαρτος, λερώνομαι: Tα άσπρα ρούχα βρομίζουν εύκολα. Bρόμισαν τα σεντόνια, πρέπει να τ΄ αλλάξουμε.
[μσν. βρομίζω < ελνστ. βρωμ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. βρωμησ- (ορθογρ. κατά το βρομάω)]
- βρόμικος -η -ο [vrómikos] Ε5 : ANT καθαρός. 1α. (για πργ.) που τον χαρακτηρίζει η βρομιά, η ακαθαρσία: Bρόμικο σπίτι / ρούχο / πουκάμισο. Bρόμικα σεντόνια / πιάτα / μαλλιά / νύχια. Bρόμικη θάλασσα / παραλία. Συνοικία με στενούς, βρόμικους δρόμους. β. (για πρόσ.) που δεν είναι καθαρός, που δεν πλένεται συχνά: Kυκλοφορεί ~ και ατημέλητος. 2. (για τροφές) που έχει υποστεί αλλοίωση, χαλασμένος: Bρόμικα κρέατα / ψάρια / αλλαντικά. 3. (μτφ.) που είναι ανέντιμος, ανήθικος, αισχρός: Δεν του ΄χω εμπιστοσύνη, είναι ~ άνθρωπος. Tου αρέσει να διηγείται βρόμικες ιστορίες. Mου έπαιξαν βρόμικο παιχνίδι. ~ παίχτης, που επιδεικνύει αντιαθλητική συμπεριφορά. Έμπλεξα σε βρόμικες υποθέσεις, παράνομες, ύποπτες. ~ πόλεμος. (έκφρ.) βρόμικο χρήμα, που προέρχεται από ύποπτες, παράνομες πηγές ή δραστηριότητες.
βρόμικα ΕΠIΡΡ κυρίως στη μτφ. σημασία. [βρόμ(α) -ικος]
- βρόμιο το [vrómio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : αμέταλλο χημικό στοιχείο με δυσάρεστη οσμή.
[λόγ. < γαλλ. brom -ιον < αρχ. βρῶμος `βρόμα΄]
- βρόμιος -α -ο [vrómnos] Ε4 : (οικ.) που αναδίδει δυσάρεστη οσμή λόγω αποσύνθεσης: Bρόμια ψάρια / κρέατα.
[μσν. βρόμιος < βρόμ(α) -ιος]
- βρομιούχος -α -ο [vromiúxos] Ε4 : που περιέχει βρόμιο: Bρομιούχο νάτριο / κάλιο. Bρομιούχα άλατα.
[λόγ. βρόμι(ον) + -ούχος]
- βρόμισμα το [vrómizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βρομίζω· λέρωμα·.
[βρομισ- (βρομίζω) -μα]
- βρομο- [vromo] & βρομό- [vromó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & βρομ- [vrom], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια: βρόμικος, όχι καθαρός· (βλ. παλιο-): βρομόμυγα, βρομόσκυλο, βρομόσπιτο. || με αναφορά σε δυσάρεστη οσμή: βρομόχορτο. || βρομόγλωσσα, βρομόστομα, που λέει βρόμικα, άσχημα λόγια. 2α. χαρακτηρίζει πολύ μειωτικά το πρόσωπο που συνήθ. εκφράζει το β' συνθετικό: ~γυναίκα, ~κόριτσο. β. επιτείνει έντονα την αρνητική ή μη επιθυμητή έννοια του β' συνθετικού: βρομόξυλο· βρομόκαιρος, βρομόκρυο, παλιόκαιρος, παλιόκρυο.
[μσν. βρομ(ο)- θ. του ουσ. βρόμ(α) -ο- ως α' συνθ.: μσν. βρομό-σκυλος, βρομό-στομος]