Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
182 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοσυγκράτηση η [aftosiŋgrátisi] Ο33 : το να συγκρατεί, να ελέγχει και να περιορίζει κάποιος την εκδήλωση έντονου συναισθήματος: Δείχνω ~.
[λόγ. αυτο- + συγκράτη(σις) -ση]
- αυτοσυγκρατούμαι [aftosiŋgratúme] Ρ10.9β : ελέγχω τις εκδηλώσεις συναισθήματος, μπορώ και αποφεύγω παράφορη εκδήλωση συναισθήματος.
[λόγ. αυτο- + συγκρατούμαι]
- αυτοσύμβαση η [aftosímvasi] Ο33 : (νομ.) σύμβαση που γίνεται από ένα μόνον άτομο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του αλλά και ως εκπρόσωπος του αντισυμβαλλομένου.
[λόγ. αυτο- + σύμβα(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Selbstkontrahieren]
- αυτοσυναίσθημα το [aftosinésθima] Ο49 : (ψυχ.) το ευχάριστο ή δυσάρεστο συναίσθημα κάποιου το οποίο προκαλείται από τη γνώμη που έχουμε για την αξία ή την απαξία του εαυτού μας: Aρνητικό ~, συναίσθημα μειονεκτικότητας. Συναισθήματα του εγώ είναι το θετικό και το αρνητικό ~.
[λόγ. αυτο- + συναίσθημα μτφρδ. γερμ. Selbstgefühl]
- αυτοσυντήρηση η [aftosindírisi] Ο33 : η συντήρηση κάποιου με δικά του μέσα: Έχω τα απαραίτητα για την αυτοσυντήρησή μου. || Ένστικτο αυτοσυντήρησης, που οι εκδηλώσεις του αποβλέπουν στη συντήρηση, την προστασία και την επιβίωση ενός βιολογικού ατόμου: Tο ένστικτο της αυτοσυντήρησης ρυθμίζει τη συμπεριφορά των ζώων.
[λόγ. αυτο- + συντήρη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. self-preservation ή γερμ. Selbsterhaltung]
- αυτοσυντήρητος -η -ο [aftosindíritos] Ε5 : που συντηρείται με δικούς του οικονομικούς πόρους.
[λόγ. αυτοσυντηρη- (αυτοσυντηρούμαι) -τος]
- αυτοσυντηρούμαι [aftosindirúme] Ρ10.9β : συντηρούμαι με δικούς μου οικονομικούς πόρους, χωρίς τη βοήθεια άλλων.
[λόγ. αυτοσυντήρ(ησις) -ούμαι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: συντήρησις - συντηρούμαι]
- αυτοσυστήνομαι [aftosistínome] Ρ (βλ. συστήνω 1) : συστήνω 1 τον εαυτό μου.
[λόγ. αυτο- + συστήνομαι]
- αυτοσχεδιάζω [aftosxeδiázo] Ρ2.1α : κάνω κτ. χωρίς προπαρασκευή, χωρίς προετοιμασία ή προηγούμενο σχεδιασμό: Aυτοσχεδιάζει ένας ομιλητής / ένας ηθοποιός / ένας μουσικός.
[λόγ. < αρχ. αὐτοσχεδιάζω]
- αυτοσχεδιασμός ο [aftosxeδiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοσχεδιάζω: Ο θεατρικός ~ έχει περισσότερο το χαρακτήρα της αυτόματης παρά της έντεχνης συνειδητής δημιουργίας. || πράξη πρόχειρη και επιπόλαιη: Άσε τους αυτοσχεδιασμούς.
[λόγ. < αρχ. αὐτοσχεδιασμός]