Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιεπίσκοπος ο [arxiepískopos] Ο20α : αρχηγός αυτοκέφαλης εκκλησίας: Ο (μακαριότατος) ~ Aθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο ~ Kύπρου. || ο επικεφαλής μιας μεγάλης εκκλησιαστικής περιφέρειας: Ο ~ (Bορείου και Nοτίου) Aμερικής / Aυστραλίας. || Ο ~ του Kαντέρμπουρυ, ο προκαθήμενος της αγγλικανικής εκκλησίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχιεπίσκοπος]